Συνέντευξη Ζάν Πώλ - ΝΤΕΝΙΖΟΝ στο Artplay.gr
Ζαν-Πωλ Ντενιζόν: Πνίγουν την Ελλάδα, τη συνθλίβουν αυτοί που υποτίθεται ότι κανονικά θα έπρεπε να είναι οι σύμμαχοί της.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΙΩΑΝΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ 02/12/2015
Καλησπέρα σας κύριε Ντενιζόν.
Σας ευχαριστούμε για την τιμή που μας κάνετε να συνομιλήσουμε απόψε.
Με ένα τόσο «γεμάτο» βιογραφικό, πως βρεθήκατε στην Ελλάδα να ασχολείστε με την σκηνοθεσία; Τι σας οδήγησε να πείτε το «ναι» στη συγκεκριμένη παράσταση;
Καλησπέρα κατ αρχάς. Ο λόγος για τον οποίον ήρθα στην Ελλάδα ν’ ανεβάσω το έργο Οι τρομπέτες του θανάτου ή τα μανιτάρια του Φρανσουά Τίγυ, είναι διπλός. Ο πρώτος λόγος είναι συναισθηματικός Εξηγούμαι: Πριν από 24 χρόνια η Έλενα που παίζει στο έργο και έχει τον κύριο ρόλο, ήρθε να με βρει στο Παρίσι γιατί ήθελε να συμπληρώσει την εκπαίδευσή της και καθώς έκανα επιμορφωτικά σεμινάρια με παρακολούθησε για δύο χρόνια. Από κει και πέρα δημιουργήθηκε μια δυνατή και πολύ ενδιαφέρουσα σχέση με την Έλενα. Λίγο αργότερα η Έλενα έκανε την παραγωγή του Άμλετ με πικάντικη σάλτσα του Άλντο Νικολάι μ ’εμένα σκηνοθέτη . Ανεβάσαμε το έργο στο Θέατρο Κνωσσός (1996-97) και η συνεργασία μας ήταν πολύ πολύ καλή. Ο πρώτος λόγος λοιπόν ήταν η φιλία. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο είμαι εδώ, είναι επίσης κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικός. Η Ελλάδα περνάει αυτόν τον καιρό μια δύσκολη στιγμή της ιστορίας της. Την πνίγουν, τη συνθλίβουν αυτοί που υποτίθεται ότι κανονικά θα έπρεπε να είναι οι σύμμαχοί της. Επιβάλλουν φοβερά πράγματα σ’ αυτή τη δόλια τη χώρα. Ήθελα λοιπόν να βοηθήσω, να συμπαρασταθώ. Να δώσω κάτι. Να συμμετάσχω και να βάλω ένα λιθαράκι ώστε να γίνει κάτι καλύτερο. Ίσως έχω μεγάλες αξιώσεις από την πλευρά μου αλλά δεν έχω άλλη λύση να δώσω. Αυτοί είναι λοιπόν οι λόγοι για τους οποίους είμαι εδώ σήμερα
Το έργο του Τίγυ μιλάει για τον μη σεβασμό του τρόπου ζωής κάποιου άλλου. Τελικά, οι άνθρωποι είναι σκληροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις; Μισούν την διαφορετικότητα;
Ναι, είναι πράγματι ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον. Δεν είμαστε ποτέ αρκετά ευαίσθητοι απέναντι στον Άλλον, δεν τον ακούμε ποτέ αρκετά. Πολύ συχνά νομίζουμε ότι ο δικός μας τρόπος ζωής είναι ο καλύτερος, ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα εμείς είναι ο καλύτερος, η δική μας κουλτούρα είναι η καλύτερη, ο Άλλος δεν είναι παρά ένα άσχημο προϊόν, κακοφτιαγμένο και τον περιφρονούμε, έχουμε την τάση να τον απορρίπτουμε. Το ίδιο περίπου συμβαίνει με όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Είναι αρκετό, λοιπόν, να κλίνουμε προς την πλευρά με την οποία είμαστε για να περιφρονήσουμε για να απαξιώσουμε, να μισήσουμε, να βρίσουμε τον Άλλον. Κι αυτό είναι κάτι που ο Τίγυ μας κάνει να δούμε μέσα απ’ αυτό το έργο. Είναι κάτι πολύ ωραίο γιατί μας κάνει να καταλάβουμε πόσο πολύ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στον άλλον, και κυρίως πόσο πρέπει να σεβόμαστε το τρόπο με τον οποίο εκείνος βλέπει τον κόσμο, καθώς και τον τρόπο που ζει.
Πιστεύετε ότι το έργο θα είναι επίκαιρο και στο μέλλον ή ελπίζετε σε μια καλύτερη κοινωνία, πιο ευαίσθητη απέναντι στην προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου;
Ναι, νομίζω ότι αυτό το έργο είναι τελείως επίκαιρο. Ελπίζω ότι μια μέρα δεν θα το έχουμε ανάγκη και ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Αλλά είναι μια ελπίδα πολύ αισιόδοξη ίσως. Η ερώτησή σας αγγίζει κάτι πολύ σημαντικό: Την αναγκαιότητα ενός καλλιτεχνικού γεγονότος. Για τί πράγμα μιλάει η Τέχνη; Κι όταν μιλάω για καλλιτεχνικό γεγονός δε μιλάω μόνο για το θέατρο. Μιλάω για τη μουσική, τη ζωγραφική, την ποίηση, τη γλυπτική, για κάθε τι που δημιουργεί ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Για ποιο πράγμα λοιπόν μιλάει η Τέχνη; Η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω είναι αρνητική. Η Τέχνη δε μιλάει για να πει ότι η ζωή είναι ωραία. Και ξέρουμε ότι η ζωή δεν είναι ωραία. Τόσοι πόλεμοι, τόση φρίκη τόσα που επιβάλουν στους λαούς, αρρώστιες, παιδιά που πεθαίνουν, τρομοκρατικές επιθέσεις… Η ζωή δεν είναι ωραία Η Τέχνη, λοιπόν, δεν είναι για να πει, ότι η ζωή είναι ωραία, αλλά ότι η ζωή θα μπορούσε να είναι ωραία. Κι αυτό είναι μια ενδιαφέρουσα σκέψη. Γιατί; Γιατί δεν ξέρουμε πώς η ζωή θα μπορούσε να είναι ωραία. Ψάχνουμε, κι αυτό μας δραστηριοποιεί. Αν πούμε η ζωή είναι ωραία, δεν έχουμε πια τίποτα άλλο να κάνουμε. Επομένως η Τέχνη είναι εδώ για να κεντρίσει τη φαντασία μας, για να αιτιολογήσει ότι πρέπει να είσαι συνέχεια καλύτερα απ’ ό,τι ήσουν πριν , ν’ αλλάξεις προς το καλύτερο. Και ξέρουμε καλά ότι η αλλαγή είναι πολύ δύσκολη. Κι ένας λαός όταν δεν ξέρει πια να μιλήσει για τον εαυτόν του μέσα από την Τέχνη, αυτός ο λαός είναι χαμένος.
Με τι κριτήριο διαλέγετε πλέον τις όποιες συνεργασίες σας; Έχετε κάποια συνεργασία ή έργο που αποτελεί ανεκπλήρωτο όνειρο και στόχο για τα επόμενα χρόνια;
Τις περισσότερες φορές απαντώ στις προτάσεις που μου γίνονται. Αν είναι υλοποιήσιμες δέχομαι ή αρνούμαι και βεβαίως κριτήρια επιλογής αποτελούν πρόσωπα που γνωρίζω και είμαστε φίλοι. Είναι πολύ φυσικό, δουλεύουμε με ανθρώπους που αγαπάμε. Δεν ονειρεύομαι να ανεβάσω κάποιο έργο. Προτιμώ περισσότερο να είμαι και να κάνω κάτι στο παρόν παρά στο μέλλον. Εξετάζω, λοιπόν, στα αιτήματα που δέχομαι, αν μου αρέσει μια πρόταση ή όχι. Η κυρίαρχη αρχή είναι η ευχαρίστηση.
Αν έπρεπε να διαλέξετε ανάμεσα στους κλασικούς και τους σύγχρονους συγγραφείς, ποια θα ήταν η επιλογή σας;
Δεν κάνω διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους κλασικούς και τους σύγχρονους συγγραφείς. Αυτό που είναι σημαντικό όταν διαλέγουμε ένα έργο είναι: Έχει να διηγηθεί κάτι το ενδιαφέρον ή όχι; Προσφέρει κάτι ή όχι; Ο θεατής που θα το δει θα βγει λέγοντας: Α, πόσο καλή θα μπορούσε να είναι η ζωή! Κι αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Το να διαφοροποιήσω επομένως τους κλασικούς από τους σύγχρονους συγγραφείς, δεν το βρίσκω ενδιαφέρον
Υπάρχει συνταγή για μια επιτυχημένη θεατρική παράσταση;
Δεν υπάρχει συνταγή. Είναι, όπως περίπου συμβαίνει και στη ζωή. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θέλουν να δίνουν συνταγές για τη ζωή. Έτσι πρέπει να κάνεις, έτσι, κι έτσι… Το βλέπουμε, εξάλλου, και σε πολλούς φιλοσόφους, όπου ο καθένας προσπαθεί να δώσει τη δικιά του άποψη για το πώς πρέπει να ζούμε. Η ζωή δεν είναι μια συνταγή. Το θέατρο δεν μπορεί να είναι συνταγή γιατί δουλεύει με τη ζωή, με το έμψυχο, μιλάει για τον Άνθρωπο. Επομένως δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει συνταγή. Κάθε φορά που είμαστε μπροστά σε μια παράσταση, είμαστε μπροστά σε μια μεγάλη άσπρη σελίδα και δεν ξέρουμε από πού να μπούμε, από πού ν’ αρχίσουμε. Βεβαίως πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει η εμπειρία εκείνου που θα ανεβάσει το έργο, η κουλτούρα του, οι γνώσεις του, αλλά κυρίως , κυρίως, υπάρχει ο δικός του τρόπος δουλειάς. Όλα αυτά αυτόματα δίνουν τα αποτελέσματα της παράστασης. Υποχρεωτικά. Δε μιλάμε λοιπόν για συνταγές, γιατί δεν κάνουμε κάτι που είναι θεωρητικό. Μιλάμε για τη ζωή.
Από την συνεργασία σας με τον Πήτερ Μπρούκ ποια ήταν η σημαντικότερη συμβουλή που σας έμεινε; Πιστεύετε ότι η συνάντησή σας «χάραξε» από κει και πέρα το δικό σας δρόμο;
Κάθε συνάντηση είτε θετική είτε αρνητική, αφήνει αναπόφευκτα τα ίχνη της. Είμαστε σφουγγάρια , όλα περνάνε μέσα μας κι όλα μας μεταμορφώνουν κάθε δευτερόλεπτο. Ναι, είχα πράγματι την τύχη να συναντήσω το Μπρουκ, και να δουλέψω δεκατρία χρόνια μαζί του. Γιατί λέω είχα την τύχη; Γιατί αυτή η συνάντηση ήταν εξαιρετικά θετική για τη ζωή μου. Γιατί είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ έξυπνος και προσεκτικός. Και που ξέρει ,επίσης, να δίνει . Και βέβαια η συνάντηση μαζί του με χάραξε. Είναι προφανές. Ποια συμβουλή μου μένει από κείνον; Δεν πρόκειται για συμβουλές. Δεν είναι ένας άνθρωπος που δίνει συμβουλές. Περισσότερο αυτό που με καθόρισε είναι ο τρόπος του να είσαι και να λειτουργείς πάνω στη σκηνή : Ν’ ακούς, κι όταν έχεις να διηγηθείς κάτι, να το κάνεις πολύ αληθινά, και με όλο σου το είναι: με το σώμα σου δηλαδή, το συναισθηματικό σου κόσμο, και το διανοητικό. Αλλά, όταν λέω να είσαι αληθινός, δεν μιλάω για μια ψυχολογική συμπεριφορά, αυτό είναι λάθος. Εννοώ, να είσαι παρών στη σκηνή με όλο σου το είναι, για να διηγηθείς μια ιστορία.
Βρισκόμαστε λίγες μέρες μετά από μια τρομοκρατική ενέργεια που συγκλόνισε με την βαρβαρότητά της, όχι μόνο το Παρίσι, αλλά και όλο τον πλανήτη. Πως σας επηρέασε; Πως φαντάζεστε το μέλλον της ανθρωπότητας;
Η τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι με σοκάρισε. Είναι η πόλη μου, έχω εκεί την οικογένειά μου, κι εγώ επί πλέον εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν στην Αθήνα. Καταλαβαίνετε πόσο ανησύχησα για την οικογένειά μου και πόσο σκληρό ήταν να ζήσεις αυτό που έγινε με τόσους νεκρούς. Ακόμα και τώρα που μιλάμε είμαι συγκινημένος, μου ρχεται να κλάψω. Πονάει. Εννοείται βεβαίως ότι δεν ξεχνάμε και τα άλλα χτυπήματα, όπως στην Τυνησία για παράδειγμα, πριν μερικές μέρες. Πώς ν’ αντιμετωπίσουμε το μέλλον της ανθρωπότητας; Δεν ξέρω. Θυμάμαι πριν ένα μήνα ήμουν με φίλους που έχουν την ηλικία μου, και λέγαμε είναι υπέροχο που η γενιά μας δε γνώρισε πόλεμο. Όταν ήμουν μικρός διαρκούσε ακόμα ο πόλεμος στην Αλγερία, ήμουν έντεκα, δώδεκα χρονών. Αλλά ήταν κάτι το πολύ μακρινό, ο πόλεμος ήταν σχεδόν ανύπαρκτος γιατί δεν γινόταν στη γαλλική επικράτεια . Και μετά όλη μας τη ζωή μέχρι τώρα την περάσαμε χωρίς πόλεμο και αυτή η συζήτηση είχε κάποια αισιοδοξία, κάποια ευχαρίστηση γιατί η Ευρώπη μπορούσε ακόμα να απομακρύνει τον πόλεμο κ.τ.λ και ξαφνικά συμβαίνει αυτό το αποτρόπαιο γεγονός, διαμελισμένα κορμιά και δεν ξέρουμε πια τι να κάνουμε. Ποιο θα είναι το μέλλον δεν ξέρω. Αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να μη συμβαίνουν πια τέτοια πράγματα. Όχι στο απώτερο μέλλον, στο τώρα.
Κάνοντας έναν επαγγελματικό απολογισμό μέχρι αυτή τη στιγμή, είστε ευχαριστημένος;
Το πιο σημαντικό πράγμα που συνδέεται με τη ζωή, είναι η ευχαρίστηση. Και ξέρω ότι το ανθρώπινο ον αγωνίζεται με δύναμη ενάντια στην ευχαρίστηση, για να την απαγορεύσει, να την απορρίψει Νομίζω ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά της επαγγελματικής μου από την καθημερινή μου ζωή. Μια μέρα κατάλαβα κάτι. Αναζητήστε την ευχαρίστηση. Όχι την ηλίθια, την παράλογη ευχαρίστηση. Ευχαρίστηση είναι να αναπτύξουμε τις ποιότητες που μας κάνουν ευτυχισμένους. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Αυτό επιδιώκω από πολύ καιρό. Δεν είναι να σταματήσεις σε μια ικανοποίηση που μετράει για σένα. Είναι να συνεχίζεις να αναπτύσσεις πράγματα που μπορούν να σε κάνουν ευτυχισμένο, αλλά να δώσουν κάτι και στους άλλους ανθρώπους, επίσης. Ναι, μπορώ να πω, είχα την τύχη να είμαι αρκετά ικανοποιημένος από τη ζωή που έχω κάνει μέχρι τώρα κι ελπίζω να συνεχίσω να έχω.
Τελικά, γεννηθήκατε για αυτή τη δουλειά;
Δε γεννιόμαστε για κάτι. Απλά γεννιόμαστε, ερχόμαστε στη ζωή και τα γεγονότα, οι περιστάσεις, οι ιστορικές στιγμές, οι κοινωνικές συνθήκες, η κοινωνική τάξη που ανήκουμε, όλες οι συναντήσεις που κάνουμε στη ζωή μας, σιγά σιγά, όλα αυτά μας προσανατολίζουν σε κάτι. Δεν είχα στην πραγματικότητα διαλέξει να κάνω αυτό το επάγγελμα. Ήρθε από μόνο του και εξελίχτηκε μέσα από πολλούς δισταγμούς μάλιστα. Γιατί στην αρχή εξ αιτίας των όσων μας δίδασκαν γι αυτό το επάγγελμα, δεν ήμουν ευτυχισμένος. Είχα σκεφτεί λοιπόν πολλές φορές να τα παρατήσω. Και παρά τη θέλησή μου, ξαναγύριζα. Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που μετράει για να κάνω ένα επάγγελμα. Για να επιστρέψω στην ερώτηση, απεχθάνομαι τους ηθοποιούς που λένε για παράδειγμα κάνω αυτό το επάγγελμα για να εκφράσω τον πόνο που έχω μέσα μου. Το θεωρώ ανυπόφορο και κυρίως πολύ εγωκεντρικό. Δεν κάνουμε ένα επάγγελμα για μας τους ίδιους .Το κάνουμε κατ αρχάς για τους άλλους. Για να δώσουμε κάτι στους άλλους. Κι αν πρέπει να δώσουμε κάτι στους άλλους, – γιατί είναι και κάτι άλλο ακόμα εδώ ανυπόφορο που ακούμε στις συνεντεύξεις -, βλέπουμε για παράδειγμα νέους ηθοποιούς που τους συγχαίρουν και τους ρωτάνε πώς μπορείτε να είστε τόσο καλός να λένε; Α, εγώ μπορώ να δώσω στο κοινό μου. Συμφωνώ, αλλά κάτω από μια προϋπόθεση. Να είμαστε εμείς οι ίδιοι ένα δώρο. Είμαι ένα δώρο για τους άλλους; Πρέπει λοιπόν να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας, να αναπτύξουμε τις δικές μας ποιότητες για να μπορέσουμε πραγματικά να δώσουμε κάτι.
Ευχαριστούμε τον κ. Ζαν-Πωλ Ντενιζόν για την παραχώρηση της συνέντευξης και ευχόμαστε πάντα πετυχημένες δουλειές που θα μιλάνε στην καρδιά του.