top of page

ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΝΤΥΡΑΣ « Η ΑΓΓΛΙΔΑ ΕΡΩΜΕΝΗ»
 

Νίκος Μαρκέτος Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής

 

Πρόεδρος της Eλληνικής Eταιρείας

Συστημικής Σκέψης & Ψυχοθεραπείας Οικογένειας

Με αφορμή την παράσταση στο θέατρο ΕΚΣΤΑΝ και την εκπληκτική ερμηνεία από τους ηθοποιούς Πέτρο Αποστολόπουλο, Γιάννη Νικολόπουλο και Ελένη Παπαχρηστοπούλου. Σε σκηνοθεσία Ζαν - Πωλ Ντενιζόν.

 

Το θεατρικό έργο της Μαργκερίτ Ντυράς η “Αγγλίδα Ερωμένη (L’ Amante Anglaise)”, που γράφτηκε το 1968, αναφέρεται σε μια αστυνομική υπόθεση και στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στη Γαλλία το 1949.

 

Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής:

Σε μια κωμόπολη κοντά στο Παρίσι, διαπράττεται ένας φόνος. Η Κλαίρ, δολοφονεί την οικιακή βοηθό Μαρι-Τερέζ, η οποία είναι ξαδέλφη της και κωφάλαλη. Εν συνεχεία τεμαχίζει το πτώμα και ρίχνει ένα - ένα τα κομμάτια στα βαγόνια του τραίνου. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της κωμόπολης είναι σταυροδρόμι του σιδηροδρομικού δικτύου που πηγαίνει σε όλη τη χώρα. Έτσι εύκολα εντοπίζεται από ποιο σημείο τοποθετούνται τα μέλη του πτώματος και η αστυνομία φτάνει στη δράστιδα, η οποία ομολογεί την πράξη.

Το θεατρικό έργο έχει δύο πράξεις.

Στη πρώτη πράξη ο ανακριτής εξετάζει τον σύζυγο της Κλαίρ, τον Πιέρ.

Στη δεύτερη πράξη ο ανακριτής συνομιλεί με τη Κλαίρ.

Η δράστις, αν και ομολογεί, δεν διαφωτίζει για τα κίνητρα του εγκλήματος, εκτός του ότι φαίνεται ότι παρουσιάζει εικόνα ψυχωτικού ατόμου.

Η ήσυχη, φιλειρηνική κοινότητα της Βιόρν, νοιώθει σοκ για το στυγερό έγκλημα. Ξέρουν τη καθ’ ομολογία δράστιδα σαν μια ήσυχη γυναίκα, που δεν προκάλεσε άλλοτε επεισόδια. Οι γείτονες την έβλεπαν να κάθεται πολλές ώρες αμίλητη στον κήπο της. Πότε πότε πήγαινε με τον άντρα της στο καφέ. Το σοκ είναι μεγαλύτερο όταν μαθεύτηκε ότι τεμάχισε το πτώμα και έβαζε κάθε κομμάτι σε βαγόνια του τραίνου. Θα πουν: «ήταν λίγο ιδιόρρυθμη, αλλά μάθαμε ότι είναι τρελή». Στις καρδιές τους γεννιέται φόβος για τη τρέλα, αλλά και φόβος για τον τρελό.

Ο τρόπος που έχουν οι κοινότητες όταν συμβεί ένα συνταρακτικό γεγονός είναι μέσα από συλλογικές διεργασίες να νοηματοδοτήσουν το γεγονός. Να βρουν τι πρέπει να κάνουν για να μη ξανασυμβεί το κακό. Αυτός είναι ο τρόπος για να εξημερώσουν τα άγρια συναισθήματα που τους διακατέχουν.

 

Ποια είναι η Κλαίρ

Η ταυτότητα της Κλαίρ δεν είναι ταυτόσημη με τη ψύχωση. Είναι μια γυναίκα που λαχταρά για ζωή. Έχει επιθυμίες, θέλει να ερωτευτεί. Κατά την Ντυράς η αγάπη, η επιθυμία, ο πόνος, ή ματαίωση επηρεάζουν την γυναίκα και την ωθούν στην άβυσσο της τρέλας.

Η Κλαίρ ζει μια αβίωτη ζωή (Fromm E., 1973). Αβίωτη ζωή, είναι η ματαίωση του αυθορμητισμού, της ανάπτυξης και της έκφρασης των αισθησιακών, συναισθηματικών και πνευματικών δυνατοτήτων. Η ζωή έχει ένα εσωτερικό δυναμισμό. τείνει να αυξηθεί, να εκφραστεί, να βιωθεί. Φαίνεται ότι αν αυτή η τάση ματαιωθεί, η ενέργεια που κατευθύνεται προς τη ζωή υποβάλλεται σε μια διαδικασία αποσύνθεσης και η ενέργεια κατευθύνεται προς την καταστροφή, που μπορεί να στραφεί στον εαυτό ή στους άλλους. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο πραγματώνεται η ζωή, τόσο λιγότερη είναι η δύναμη της καταστροφικότητας· όσο περισσότερο η κίνηση προς τη ζωή ματαιώνεται, τόσο ισχυρότερη είναι η πορεία προς την καταστροφή.

 

Η Κλαίρ είναι εσωστρεφής. Τις απογοητεύσεις και τις ματαιώσεις της τις κλείνει μέσα της. Κατά καιρούς έχει κάποια ξεσπάσματα. Σταδιακά διολισθαίνει προς τον κόσμο της φαντασίας. Χάνει τη διάκριση μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας. Αυτό που συμβαίνει στην φαντασία νομίζει ότι είναι πραγματικό. Μέσα στο κόσμο της, αυτά που σκέφτεται ή αυτά που αισθάνεται, δεν τα επικοινωνεί ώστε να πάρει μια αντανάκλαση. Να κάνει αυτό που λέμε έλεγχο της πραγματικότητας. Χάνεται η διάκριση μεταξύ του τί συμβαίνει μέσα στο κεφάλι  της και τί συμβαίνει στον εξωτερικό κόσμο.  Χάνονται τα όρια μεταξύ του συμβολικού και του πραγματικού. Μεταξύ μεταφοράς και πράξης.

Η Κλαίρ βιώνει μια κατάσταση, όπου το θεμέλιο της ύπαρξης της και η ψυχική της ακεραιότητα ρευστοποιείται. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για λόγους ιδιοσυγκρασιακούς, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιστορία της ζωής της και τον παρόντα κοντινό περίγυρο της. Μέσα της ξυπνούν αρχαϊκοί φόβοι, όπως είναι ο φόβος του αφανισμού ή του κατακερματισμού.

Φαίνεται ότι ο τελματωμένος γάμος είναι ένα γεγονός που αποδιοργανώνει τη Κλαίρ. Αυτό συμβάλλει στο βίωμα μιας εσωτερικής αποσύνθεσης. Η bizarre συμπεριφορά της απομακρύνει, αποδιώχνει και τον Πιέρ. Αλλά και η απομάκρυνση του Πιέρ τη σπρώχνει περισσότερο στον εσωτερικό κόσμο της. Δεν τη ρώτησε ποτέ τί κάνει μόνη της στο κήπο. Έτσι και  οι δυο είναι μπλεγμένοι σε ένα φαύλο κύκλο που τους βυθίζει στην εντροπία.

Η σύγχυση μεταξύ ονείρου και ξύπνιου φαίνεται στην ερώτηση της Κλαίρ προς τον Πιέρ; «Έχεις ονειρευτεί ότι έκανες φόνο;» Το ψυχωτικό μυαλό βιώνει το όνειρο σα να είναι πραγματικότητα και τη πραγματικότητα σα να είναι όνειρο. Ο ψυχωτικός δεν διαθέτει αποτελεσματικό φραγμό ανάμεσα στην σκέψη της δράσης και την πραγμάτωση της δράσης. Το έγκλημα έχει κάτι το μη πραγματικό, το συμβολικό.

Όταν η Κλαίρ πέταξε το τρανζίστορ στο πηγάδι, είναι πιθανόν να φαντάστηκε ότι το ραδιόφωνο μίλαγε γι΄αυτήν.

Η Κλαίρ και ο Πιέρ είναι παντρεμένοι για πάνω από 20 χρόνια. Σταδιακά και αθόρυβα απομακρύνθηκαν. Έχουν καθιερώσει τη σιωπή ως τρόπο επικοινωνίας τους. Δεν μιλάνε, υπάρχει κενό. Πρόκειται για ένα αποξενωμένο γάμο. Μεταξύ τους έχει καθιερωθεί ένα φυγόκεντρο τοξικό δυναμικό, που φθείρει και τους δύο. Για τη Κλαίρ είναι φανερό, αποσύρεται στον μυστικό της κόσμο. Μια κωφάλαλη καμαριέρα, η Μαρι-Τερέζ, μαγείρευε και καθάριζε και για τους δύο.

Ο Πιέρ είναι πεπεισμένος ότι η Κλαίρ τρελαίνεται. Έχει σκεφτεί να την βάλει σε ίδρυμα. Μετά την αποκάλυψη του φόνου παραμένει αποστασιοποιημένος από την κατάστασή της και ξέρει ότι οριστικοποιείται η απομάκρυνση τους,  αφού η Κλαίρ θα πάει φυλακή. Η Κλαίρ φαίνεται να μην έχει την παραμικρή λύπη, ούτε μεγάλη ανησυχία για το μέλλον της στη φυλακή. Δεν θα αλλάξουν πολλά γι' αυτήν. Η ζωή στη φυλακή δεν θα είναι πραγματικά πολύ διαφορετική.

Μαθαίνουμε από τον Πιέρ πως όταν γνωρίστηκαν, η Κλαίρ ήταν ερωτευμένη με πάθος με έναν άλλο άντρα και όταν τελείωσε το ειδύλλιο, εκείνη έκανε απόπειρα αυτοκτονίας.

 

Το ιστορικό Πλαίσιο

Το θεατρικό έργο γράφτηκε το 1968 και στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός που έγινε το 1949. Πρόκειται για την  υπόθεση της Αμελί Ραμπιγιώ, η οποία σκότωσε τον άντρα της, τον τεμάχισε και έβαζε ένα -ένα τα κομμάτια σε τραίνα. Το 1949 είναι πολύ φρέσκες οι μνήμες από τη φρίκη του πολέμου και τα ναζιστικά εγκλήματα. Η ανθρωπότητα προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματα της. Το 1968 έχουμε τα γεγονότα του Μάη του ’68, που προβάλει το αίτημα για μια άλλη κοινωνία, για απελευθέρωση των ερωτικών σχέσεων, για ισότητα των δύο φύλων. Είναι επίσης ο καταλύτης της ανάπτυξης νέων ρευμάτων στη τέχνη και τη λογοτεχνία. Παράλληλα, εκείνη την εποχή στη Ψυχιατρική αναπτύσσεται το κίνημα της Αντιψυχιατρικής με πρωτεργάτη τον Ρόναλντ Λαίνγκ, που τόνιζε την κοινωνική συνιστώσα στην αιτιολογία των Ψυχωτικών καταστάσεων. Σύμφωνα με τον Λαίνγκ, οι ψυχικές εκτροπές αναπτύσσονται σε συνθήκες αλλοτρίωσης, αυτό-αποξένωσης και μη αυθεντικότητας (Laing R. D. 1967). Το κίνημα της Αντιψυχιατρικής πρέπει να κατανοηθεί ως μέρος μιας ευρύτερης παράδοσης, που έχει εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική κατασκευή της λογικής.

 

Συμβολισμοί

Τα κενά στη συνέντευξη, τα νοηματικά κενά, τα κενά στη συνοχή της πλοκής, αντιπροσωπεύουν το κενό στη ζωή της δράστιδος. Επιτέλους κάτι συνταρακτικό πρέπει να γίνει και να το μάθει ο κόσμος, ανεξαρτήτως του κόστους. Η πράξη  του φόνου θέλει να διαλύσει το κενό, τη σιωπή.

Η Μαρι-Τερέζ είναι κωφάλαλη. Καταλαβαίνει τα πάντα από την ανάγνωση των χειλιών, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει. Είναι αποκλεισμένη από τη λεκτική έκφραση. Αποκλεισμένη από το συμβολικό. Συμβολίζει και αυτή αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί.

Ο ψυχικός κατακερματισμός της Κλαίρ εξωτερικεύεται εκρηκτικά και φρικιαστικά με το τεμαχισμό του πτώματος και την αποστολή των κομματιών στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Η ιδέα του τεμαχισμένου σώματος έχει απασχολήσει αρκετά τους ψυχαναλυτές κατά καιρούς. Το βρέφος πριν την ηλικία των 18 μηνών δεν έχει συνείδηση του ενιαίου σώματος. Στο στάδιο του καθρέφτη (Lacan, 1974) αποκτά την εικόνα του σώματος στην ολότητά του και σχηματίζεται το «εγώ». Ωστόσο η ανάμνηση του κατακερματισμένου σώματος στο ασυνείδητο, εξακολουθεί να στοιχειώνει το εγώ και εξακολουθεί να εμφανίζεται στα όνειρα (εφιάλτες ακρωτηριασμού, τραύματα κλπ). Μέσα στη ψυχική παλινδρόμηση της Κλαίρ, η φαντασία της, ότι κάτι μέσα της θέλει να χωριστεί και να τη νεκρώσει δια του τεμαχισμού, πυροδοτεί  τη ταύτιση αυτού του δικού της μέρους με  το νεκρό σώμα της Μαρι-Τερέζ. Τεμαχίζει το σώμα σα να θέλει να ξορκίσει ένα κακό και στέλνει τα κομμάτια μακριά, σε μια προσπάθεια να τα διώξει όσο πιο μακριά γίνεται. Η έννοια του τεμαχισμού φαίνεται ότι έχει μια αρχετυπική διάσταση, καθώς βλέπουμε και σε πίνακες του Ιερώνυμου Μπός. Οι πίνακες του Μπος απεικονίζουν μια ποικιλία από τρυπημένες, τραυματισμένες και τεμαχισμένες ανθρώπινες μορφές.

 

Προεκτάσεις

Η Ντυράς δεν χρησιμοποιεί την αστυνομική ιστορία για να μας δώσει ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως κάνει η Αγκάθα Κρίστι, που ένας χαρισματικός  ντετέκτιβ θα διαλευκάνει στο τέλος κάθε υπόθεση. Οικοδομεί πάνω σε ένα πραγματικό γεγονός, για να δώσει μια αλληγορία και να εκθέσει και πάλι τους προβληματισμούς της γύρω από τα θέματα που την απασχολούν.

Υπάρχουν βιώματα στην ανθρώπινη εμπειρία που δεν μπορούν να μεταφραστούν σε λόγια, δηλαδή να εγγραφούν στο συμβολικό μητρώο. Μιλώντας για συμβολικό, εννοούμε τη γλώσσα. Αυτά, κατά την Ντυράς, είναι η συναισθηματική αποσταθεροποίηση που φέρνει η αγάπη, η επιθυμία, τα βάσανα και ο θάνατος.  Ειδικά αυτά επηρεάζουν τις γυναίκες και τις ωθούν προς την άβυσσο της τρέλας.

Ο Ανακριτής κάνει μια φιλότιμη αλλά μάταιη προσπάθεια να πειθαρχήσει τα γεγονότα σε μια αιτιότητα.

Στη περίπτωση μας, δεν είναι τόσο ότι δεν μιλάνε στο σπίτι, αλλά κάτι κατακλυσμικό που βιώνει η δράστιδα, που δεν μπορεί να βρει διέξοδο στα λόγια. Και αυτό που θέλει να δείξει η συγγραφέας, είναι ότι, άλλο είναι η ζωή και άλλο η γλώσσα.

Αυτό δείχνει και ο Ευριπίδης στις Βάκχες, όπου οι ιέρειες του Διονύσου, σε μια κατάσταση «Θεϊκής Μανίας» κατακρεουργούν τον Πενθέα.

Η ίδια η Μαργκερίτ Ντυράς αναζητά στη γραφή εκείνο το σκοτεινό τόπο, όπου συσσωρεύεται ακέραια όλη η εμπειρία. Η Ντυράς ασχολείται στο έργο της με μια ολοκληρωτική, απρόσωπη, τυφλή δύναμη του πόθου, πέρα από κάθε συναίσθημα, που δεν μπορεί να εκφραστεί.

Το δεύτερο θέμα που θέτει η Ντυράς είναι το γυναικείο «αίνιγμα». Υπάρχει μέρος των εμπειριών των γυναικών που δεν χωρούν στον κυρίαρχο πατριαρχικό λόγο. Είναι αυτό που συχνά λένε: «δεν μπορώ να στο περιγράψω με λόγια. Πρέπει να το ζήσεις για να καταλάβεις». Η γυναίκα βιώνει εκστατικές εμπειρίες, για τις οποίες η ίδια δεν ξέρει τίποτα, εκτός από το από το ότι τις νοιώθει. Μοιάζουν με τις εμπειρίες των μυστικιστών, που λένε ότι δοκίμασαν, αλλά δεν ξέρουν τίποτα γι’ αυτό. Όμως, ό, τι δεν χωρά στον ορθολογισμό του πατριαρχικού λόγου, κατατάσσεται στην επικράτεια της τρέλας (ή της υστερίας). Το αίτημα του γυναικείου κινήματος δεν είναι μόνο η ισοτιμία στα δικαιώματα, αλλά και να ακουστεί ο γυναικείος λόγος. Ένας λόγος που δεν είναι συμμετρικός προς τον ανδρικό· αλλά, είναι ο άλλος λόγος.

Η Κλαίρ, φαίνεται να μην έχει μεγάλη ανησυχία για το μέλλον της στη φυλακή. Δεν θα αλλάξουν πολλά γι' αυτήν. Η ζωή στη φυλακή δεν θα είναι πραγματικά πολύ διαφορετική. Η Κλαίρ, αποσυρμένη από τον εξωτερικό κόσμο, ζει περισσότερο στον δικό της φαντασιωτικό κόσμο, τον οποίο θα πάρει μαζί της και στη φυλακή. Αλλά σύμφωνα με μια άλλη ανάγνωση, το κείμενο μας λέει ότι η  γυναίκα στον πατριαρχικό κόσμο δεν έχει ελευθερία.

Αλλά, αν το θέλετε, ακόμη και η ψύχωση χρησιμοποιείται σαν αλληγορία. Δεν μας προσανατολίζει να δούμε πόσο επικίνδυνη είναι η ψύχωση, αλλά να δούμε τον ψυχωτικό λόγο σα μια ρωγμή στον ορθολογισμό και στον κυρίαρχο λόγο. Να αναδείξει τις αδυναμίες της γλώσσας. Να μας πει ότι η φύση δεν μπορεί να χωρέσει στους κανόνες της γλώσσας. Η φύση και η ζωή δεν έχουν καμία υποχρέωση να συμμορφώνονται και να επαληθεύουν τη γλώσσα. Είναι άγρια, αδάμαστη και αν προσπαθήσουμε να τη καλουπώσουμε με τη γλώσσα ασφυκτιά. Στην πραγματική ζωή δεν υπάρχουν ιστορίες. Η ζωή είναι χαοτική ευμετάβλητη, τυχαία, εγκαταλείπει μυριάδες φινάλε ασύνδετα, ατελείωτα.  

Το ότι η Κλαίρ είναι πρόθυμη να συνεργαστεί, αλλά δεν μπορεί να διαφωτίσει για το κίνητρο του εγκλήματος, έχει δύο επίσης αναγνώσεις. Από τη μια, είναι η προσωπική εμπειρία και τρόπος σκέψης του ψυχωτικού υποκειμένου που ηχεί παράλογος και ακατανόητος για τους άλλους. Από την άλλη, η συγγραφέας θέλει να δείξει ότι υπάρχει κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας που μένει εκτός της γλώσσας.

 

Η γραφή της Ντυράς είναι έτσι διατεταγμένη, ώστε να αντιστέκεται στο νόημα και την κατανόηση, ώστε να παραχωρήσουν τη θέση τους στο πραγματικό και το φαντασιακό.

Το πραγματικό είναι αυτό που βρίσκεται εκτός της γλώσσας και παραμένει χωρίς πρόσβαση στην συμβολοποίηση. Είναι η πράξη, αδιαμεσολάβητη από την ομιλία. Όταν πάμε να την «καλουπώσουμε» σε λόγια, για να την περιγράψουμε, πάντα κάτι μένει απέξω. Περιέχει τις απρόβλεπτες αρχαϊκές δυνάμεις.

 

Το φαντασιακό (imaginaire) είναι η πρώτη αντίδρασή μας στην πρόσληψη της εικόνας του άλλου. Προηγείται του συναισθήματος και είναι το αίτιο του συναισθήματος. Σχετίζεται με το σημαινόμενο και συνδέεται με το διαισθητικό πεδίο.

Από τη πλευρά του φεμινισμού, η Hélène Cixous (1976) υποστηρίζει ότι το φαντασιακό αποτελεί τον πνευματικό και γλωσσικό χώρο των γυναικών, έναν χώρο ο οποίος προηγείται της συμβολικής τάξης και στον οποίο εκφράζεται η γυναικεία απόλαυση.

Κατά πόσο τα μηνύματα του καιρού μας είναι ψυχωσιογόνα

Μελετητές που έχουν ασχοληθεί με τα κοινωνικά και πολιτισμικά ρεύματα της εποχής μας, που την έχουν ονομάσει μετανεωτερική, όπως ο Frederic Jameson και o Jean Baudrillard, έχουν επικαλεστεί τον όρο σχιζοφρένεια για να προσδιορίσουν την εμπειρία που ζει ο σύγχρονος άνθρωπος.  Ο όρος δεν ταυτίζεται με την κλινική νοσολογική οντότητα, αλλά αναφέρεται στο πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο της μετανεωτερικής εποχής, η οποία χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, διαφάνεια, κατάργηση της ιδιωτικότητας και σύγχυση μεταξύ πραγματικής και εικονικής πραγματικότητας.

Ο Αμερικανός Μαρξιστής φιλόσοφος Frederic Jameson (1984), μιλά για την αδυναμία του μετανεωτερικού υποκειμένου να οργανώσει μια συνεκτική αφήγηση της εμπειρίας του. Συνέπεια αυτού είναι η μετανεωτερική συνείδηση να χαρακτηρίζεται από ρηχότητα, εξασθένηση του συναισθήματος, έλλειψη ιστορικότητας, και ασυναρτησία (Jameson F. 1984).  

Ανιχνεύοντας τις περιπέτειες του υποκειμένου στη σημερινή κοινωνία, o γάλλος κοινωνιολόγος και θεωρητικός του πολιτισμού Jean Baudrillard (1993) αποδίδει την σχιζοφρενική κατάσταση στην εμπειρία της κατάλυσης των ορίων του εσωτερικού κόσμου, στην απόλυτη εγγύτητα, στην απόλυτη διαφάνεια του κόσμου, στο αίσθημα ότι δεν υπάρχει καμία άμυνα.

Για τον Φουκώ (1977), όταν αναφέρει την ιδέα του Πανοπτικού[1], το σημαντικό δεν είναι ότι υπάρχει έλεγχος, αλλά ότι ο καθένας εσωτερικεύει μια πραγματικότητα ότι  όλα παρακολουθούνται και ελέγχονται.

 

Για τον Stephen Frosh (1991) τα μηνύματα που μας περιβάλλουν ευοδώνουν τις ιδέες δίωξης και το συναίσθημα του φόβου· φόβο που βιώνει το μετανεωτερικό υποκείμενο σε κατακερματισμένη και εξατομικευμένη μορφή

και όχι  σα μία μορφή συλλογικής ανασφάλειας, όπως ήταν συχνά σε παλαιότερες εποχές.

[1] Το Πανοπτικό είναι ένας τύπος φυλακής που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Τζέρεμι Μπένθαμ το 1785. Πρόκειται για ένα κυκλικό κτίριο, όπου τα κελιά είναι περιμετρικά και στο κέντρο του κύκλου είναι ο πύργος των φυλάκων. Έτσι οι φύλακες έχουν πλήρη καθολική θέα των φυλακισμένων σε 24ωρη βάση.  Η διάταξη επιτρέπει την συνεχή και ταυτόχρονη επίβλεψη όλων των κρατουμένων.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Baudrillard Jean 1993. The Transparency of Evil. New York : Verso.

Cixous, Hélène; Cohen, Keith; Cohen, Paula (1976). "The Laugh of the Medusa" Signs. The University of Chicago Press. 1 (4): 875–893. doi:10.1086/493306. S2CID 144836586.

Jameson, Fredrick 1984. “Postmodernism, or the Cultural Logic of Late Capitalism.” New Left Review 146:53-92.

Foucault, Michel. 1977. Discipline and Punishment: The Birth of the Prison. Trans. Alan Sheridan. New York: Vintage Books.

Fromm, E (1973).  Anatomy of Human Destructiveness. Holt, Rinehart, and Winston, New York, Chicago, San Francisco.                

Frosh Stephen (1991) Psychoanalysis, Psychosis and Postmodernism. Human Relations Volume 44 No 1.

Lacan, J., "The Mirror Stage as Formative of the Function of the I as Revealed in Psychoanalytic Experience", in Ecrits: A Selection,  New York, Norton, 1977.

Laing R. D. (1967)   The Politics of Experience, publ. Routledge & Kegan Paul.

bottom of page