Κριτικές για την παράσταση Η ιστορία της Μαρί
1η. Κριτική από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Η Ελένη Παπαχριστοπούλου πυροτεχνουργεί στο ΕΚΣΤΑΝ μία ηφαιστειακή «υπηρεσία» των αρχών του εικοστού αιώνα (αλλά διαχρονική) στην κωμωδία με δόντια του Ζορζ Μπρασάι «Η Ιστορία τής Μαρί (Μαλαρμέ)».
ΔΕΙΤΕ ΤΟ!!!
Όταν είσαι μεγάλος ηθοποιός και συνεργάζεσαι με μεγάλο σκηνοθέτη που εξοικειωθεί μαζί σου και βρείτε από κοινού ένα έργο που να σου αφήνει τα περιθώρια να φιλοτεχνήσεις μια καθόλα ζωντανή φιγούρα επί σκηνής που εκπέμπει παντοειδή σήματα προς όλες τις κατευθύνσεις τότε ο θεατρικός κώδικας εμπλουτίζεται.
Η θεατρική σύμβαση στην συγκεκριμένη παράσταση λειτουργεί σαν εναλλασσόμενο ρεύμα μεταξύ του κλασικού «τέταρτου τοίχου», της μπρεχτικής αποστασιοποίησης και της ζενεϊκής σουρεαλιστικής τελετουργίας (από τις «Δούλες»). Η αφήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε από το περίφημο μυθιστόρημα «Οι αθώοι» του Χέρμαν Μπροχ συνηχεί εδώ διακειμενικά σε ένα κρεσέντο μονότονα επαναλαμβανόμενων συναισθημάτων που δεν τα αφήνει όμως ο νοσογόνος περίγυρος να μετεξελιχθούν σε πλήξη, δεδομένης της εισβολής του έξω κόσμου στον εσωτερικό μονόλογο της περιθωριακής Μαρί Μαλαρμέ, που δεν αγαπάει το επώνυμό της μέχρι που την πληροφορεί ένας γραμματιζούμενος για τον συνεπώνυμο διάσημο ποιητή (μέχρι τότε θεωρούσε τον εαυτό της άτυχο, μη προνομιούχο ακόμα και στο επίθετο «κακά-εξοπλισμένη», «κακά-εφοδιασμένη», ανίκανη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής).
Η εστίαση δραματουργών, θεατρανθρώπων και θεατών στα λούμπεν στοιχεία μιας κοινωνίας επιτρέπει την αντιστροφή του καθρέφτη στη λίμνη τού κατεστημένου ναρκισσισμού. Είναι σαν να βυθίζεις το καθρεφτάκι του Μάγου Χουάν στον βυθό τής λασπουριάς, εκεί όπου ο Γκόρκι συναντάται με τον Καστανέντα, με τον Ζενέ, με τον Ταχτσή, με τον Ευριπίδη.
Ιδιοφυώς ο Μπρασάι, μετατρέπει ένα μάλλον καθημερινό παραλήρημα σε υψγλή τέχνη και αφαιρεί από την μπρεχτική επαναληπτικότητα το παράλογο στοιχείο της.
Ο Σκηνοθέτης Ζαν-Πωλ Ντενιζόν και η εκλεκτή πρωταγωνίστρια Ελένη Παπαχριστοπούλου, σπουδαγμένοι αμφότεροι στο Παρίσι, μαθητές και μαθητευόμενοι του μεγίστου Πήτερ Μπρουκ, έρχονται σήμερα στις παρυφές του αθηναϊκού άστεος να αναζωογονήσουν την θεατρική μας πραγματικότητα με κάτι εξ αντιθέτου γυαλιστερό, αφού μέσα από το κιάρο-σκούρο εκπέμπεται σφαιροειδώς η απαίτηση του Διαφωτισμού για ισότιμη αντιμετώπιση όλων των όντων.
Δεν είναι ακριβώς αντι-ηρωίδα η Μαρί Μαλαρμέ. Είναι ηρωίδα εξ αντιθέτου, αφού κατάφερε να επιβιώσει αντιμετωπίζοντας επιτυχώς την κακεντρέχεια των ομοίων της. Δεν υπάρχει εδώ κάποια αφηρημένη άρχουσα τάξη όπως στις «Δούλες» του Ζενέ. Εδώ οι λούμπεν αυτοκτονούν επιτιθέμενοι στο ίδιο το κοινωνικό τους στρώμα, προβάλλουν στους άλλους την αποτυχία και πολλαπλασιάζουν την ασφυξία τής Κόλασης στην οποία κινούνται, όπως τα εγκαταλελειμμένα ψάρια σε βρώμικη γυάλα.
Το στοιχείο της βρώμας κυριαρχεί εδώ, ως ηθική και υλική σήψη. Ένα ανελέητο κατηγορώ εναντίον των αμόρφωτων που μιμούνται τους μικροαστούς που μιμούνται τους μεσοαστούς που μιμούνται τους μεγαλοαστούς…
Τραγική κωμωδία, φρικιαστική, ερεβώδης, αληθοφανής εν τούτοις, αν και δεν θα μπορούσε να αποδοθεί με νατουραλιστικό τρόπο. Δεν πρόκειται για ηθογραφία μήτε για νεορεαλισμό αλλά για μια σκληρή καταγγελία τού καθημερινού φασισμού των μη προνομιούχων, που δεν ανέχονται το διαφορετικό, ειδικά όταν τους μοιάζει.
Η κοινωνία ως πολλαπλά κάτοπτρα κρύβει κάτω από το χαλί τις σκοτεινές γωνιές της και εθελοτυφλεί ως στρουθοκάμηλος, ενώ το ζητούμενο είναι η Παιδεία, όχι στα μέτρα των υποστηρικτών τής «ελαχίστης προσπαθείας», αλλά στα ανταγωνιστικά μέτρα τής εξέλιξης μιας υγιούς οικονομίας.
Από αυτή την άποψη δεν είναι «πολιτικώς ορθή» η συμπαθής αντιηρωίδα, αφού αποκαλεί τις άλλες «υπηρεσίες» «δουλικά» και προβάλλει τη δική της φιληδονία στις γειτόνισσές της.
Παραβολή για τον αντεστραμμένο φασισμό τού εικοστού πρώτου αιώνα. Το υπό-κείμενο είναι πλούσιο σε συμβολισμούς και εικονοποιήσεις τού Άρρητου.
Το ηχητικό τοπίο εμπλουτισμένο με αδιόρατα ημιτόνια θα μπορούσε να δώσει ακόμα μία διάσταση σε αυτή την τρισδιάστατη προβολή.
Η αριστοτελική «όψις» πάντως είναι βεβαία, ακεραία, περιγραφικότατη.
Στο θέατρο ΕΚΣΤΑΝ συντελούνται δύο θαύματα αυτή την εποχή. Ένα τα Σάββατα κι ένα τις Κυριακές. ΜΗΝ ΤΑ ΧΑΣΕΤΕ!!!
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ
Η κριτική είναι δημοσιευμένη εδώ
________________________________________________
2η. Κριτική από την Ευαγγελία Πολίτη
Review: H ιστορία της Μαρί | Η ανατομία της μοναξιάς
Το σκηνικό: Ένα αποπνικτικό δωμάτιο, μια τυπική σοφίτα του Παρισιού, συνήθης τόπος κατοικίας μοναχικών ατόμων, με πενιχρά εισοδήματα. Σ’ αυτό το σκηνικό, εισέρχεται η Μαρί. Η εμφάνισή της ταιριάζει απόλυτα με το χώρο, αλλά το χαμόγελο που κρέμεται στα χείλη της ακροβατεί ανάμεσα στο να είναι λαμπερό αλλά και αμήχανα θλιμμένο. Αυτή η αντίφαση διατρέχει ολόκληρο το έργο, που – αν δεν διέθετε ένα καθόλα διαβρωτικό χιούμορ – θα μπορούσε άνετα να εξελιχθεί σε δράμα ενός χαρακτήρα σε απόλυτη μοναξιά.
Η μοναξιά
Η μοναξιά! Ο μοναχικός άνθρωπος κι ο κόσμος. Τούτος είναι ο κύριος άξονας του έργου. Καθώς παρακολουθούμε την γλυκύτατη Μαρί να μας διηγείται την ιστορία της – πότε με αφέλεια, πότε με χιούμορ, πότε με μια θλίψη που μάταια προσπαθεί να κρύψει – περνούν μπροστά από τα μάτια μας ένα σωρό γνώριμοι άνθρωποι και καταστάσεις.
Κι ενώ η απόλυτη μοναξιά κι η θλίψη του όντος μέσα στην χαοτική κι «αυτιστική» μεγαλούπολη είναι τόσο πηχτά αισθητές που σχεδόν κόβονται με το μαχαίρι, οι καταστάσεις είναι παράλληλα τόσο κωμικές που στο τέλος καταλήγεις να γελάς γλυκόπικρα. Βρίσκουμε μέσα σ’ αυτές κομμάτια γνωστά, οικεία, τόσο από τον περίγυρό μας όσο και από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Με μια ενδιαφέρουσα διαβάθμιση του κειμένου, βλέπουμε την εναλλαγή των συναισθημάτων ενός ανθρώπου που βιώνει τη μοναξιά, όχι από επιλογή αλλά επειδή έτσι συνέβη. Η Μαρί ξεκινά να διηγείται αναλογιζόμενη τα γεγονότα που την οδήγησαν να μείνει μόνη της στη ζωή. Στη συνέχεια μας συστήνει την μοναδική συντροφιά της, το σκύλο της και τη γάτα της, που όμως κι αυτά μοιάζουν άυλα, πλάσματα της φαντασίας της. Κι ύστερα έρχονται τα μυριάδες «αν» που στοιχειώνουν κάθε άνθρωπο. Αν δεν είχε γίνει αυτό, αν ίσως είχε συμβεί το άλλο… Κι έπειτα αναδύονται οι άμυνες που αναπτύσσουν τα όντα για ν’ αντέξουν αυτό που δεν αντέχεται. Το βλέμμα αποσύρεται από τον εαυτό και καρφώνεται κουτσομπολίστικα, επικριτικά, στους άλλους ομοίους της Μαρί, τις γυναίκες του μόχθου που κατοικούν στις διπλανές σοφίτες ή στους αστούς νοικοκυραίους τους οποίους υπηρετεί. Μια λεπτοκεντημένη ανατομία του «μικρού εαυτού» που φέρουμε όλοι εντός μας και που απλά περιμένει την κατάλληλη συνθήκη για ν’ αναδυθεί.
Κρίσεις και επικρίσεις
Ο συγγραφέας βλέπει με πολύ συμπάθεια τη ηρωΐδα του και συνεγείρει την ίδια συμπάθεια και στον θεατή, με αποτέλεσμα να μην υψώνονται άμυνες, κι έτσι ο καθένας από εμάς να μπορεί να δει θραύσματα του δικού του εαυτού στα θραύσματα της ύπαρξης της Μαρί. Είναι άλλωστε τόσο εύκολο να ψάχνουμε έξω από εμάς τον υπαίτιο για την δύσκολη τύχη μας!
Αλλά, ακριβώς αυτή η τάση των ανθρώπων, να αποσύρουν το βλέμμα από τον εαυτό και, διασκεδάζοντας την ανείπωτη θλίψη τους, να παρατηρούν, να κρίνουν και να επικρίνουν(1) τους συνανθρώπους τους, οδηγεί συχνά και τους ίδιους να γίνονται θύματα όμοιων συμπεριφορών από τον περίγυρό τους, ενίοτε με ευτράπελα αποτελέσματα. Κάπως έτσι, η Μαρί στοχοποιείται από τους ενοίκους της πολυκατοικίας της κι αναγκάζεται να αμυνθεί. Στην διήγηση που ακολουθεί, βλέπουμε την μήνιν της κοινωνίας που αντιπαθεί το διαφορετικό, τον κατώτερο, αυτό της θυμίζει τη θλίψη της. Ένα φαινόμενο πιο συνηθισμένο απ’ όσο νομίζουμε. Βλέπουμε όμως και τον αγώνα για επιβίωση, για να μην χάσει το ελάχιστο που κατέχει ο εκάστοτε αδύναμος – την αποπνικτική σοφίτα εν προκειμένω – αλλά και την μνησικακία που γεννάται εντός του, όπου οι άλλοι χάνουν κι αυτοί το πρόσωπό τους και γίνονται «εχθροί». Με χαριτωμένη μικρότητα θ’ αμυνθεί, θα τους επιτεθεί, θα τους «την πει» με την πρώτη ευκαιρία.
Κι όλα αυτά γίνονται τόσο ανάλαφρα, τόσο χαριτωμένα, μ’ έναν διαβρωτικό αυτοσαρκασμό που αφοπλίζει, κάνοντάς μας να φεύγουμε από την παράσταση μ’ ένα γλυκόπικρο συναίσθημα κι ένα αμήχανο χαμόγελο, ακριβώς σαν αυτό της Μαρί στην πρώτη σκηνή του έργου. Και με την αίσθηση πως είδαμε μια σπουδαία ηθοποιό να ερμηνεύει μ’ έναν αραχνοΰφαντο τρόπο λεπταίσθητα συναισθήματα και καταστάσεις, καθιστώντας την μοναξιά μια γνώριμη απ’ τα παλιά.
Ευαγγελία Πολίτη
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Η κριτική είναι δημοσιευμένη εδώ
________________________________________________________________________
3η. Κριτική από τον Δημοσιογράφο, Συγγραφέα, Ποιητή Γρηγόρη Χαλιακόπουλου
«Η Ιστορία της Μαρί». Μια παράσταση θεατρικής καινοτομίας με την Ελένη Παπαχρηστοπούλου στον Πολυχώρο Εκστάν
Έργο ιδιόρρυθμο, καινοτομικό, συμβολικό, πολύπλευρο, ανατρεπτικό, αιρετικό και αντισυμβατικό, είναι αυτό που φιλοξενείται στον «Πολυχώρο Εκστάν».
Η συνεργασία της Ελένης Παπαχριστοπούλου και του Ζαν – Πωλ Ντενιζόν δημιούργησε μια παράδοση για τα θεατρικά δρώμενα της Αθήνας. Η σκηνοθετική ματιά του τελευταίου αναβάθμισε πολύ τη θεατρική σκηνή του Εκστάν. Η γαλλική έμπνευση μέσα από την όσμωση με το ελληνικό βίωμα, απέφεραν θεατρικά θαύματα.
Ένα από αυτά είναι η παράσταση «Η Ιστορία της Μαρί» σε κείμενο Ζορζ Μπρασάι και ερμηνεία Ελένης Παπαχρηστοπούλου. Γι αυτή την ηθοποιό πολλά μπορεί να γράψει κανείς, όμως το κυριότερο το οποίο την χαρακτηρίζει είναι η έμφυτη – και όχι μόνο επίκτητη ένεκα σπουδών – υποκριτική δεινότητα που κατέχει. Στο συγκεκριμένο έργο μονομαχεί σε έναν μονόλογο με τον εαυτό της… ξετυλίγει αφηγηματικά το ταλέντο της, καθιστά το έργο ένα σημαντικό θεατρικό επίτευγμα… Η ερμηνεία της συγκινητικά αξιοθαύμαστη. Εμπεριέχει όλα τα στοιχεία μιας εξαιρετικής υποκριτικής όπου τα πάντα κινούνται μεταξύ καθωσπρεπισμού και αυτοσαρκασμού.
Σκηνικά, φωτισμοί, μουσική, συμπληρώνουν μια εξαιρετική σκηνοθεσία.
Μακάρι να τελειώσει γρήγορα το μαρτύριο των θεατρικών απαγορεύσεων, έτσι ώστε εμβολιασμένοι και μη, να απολαύσουμε την παράσταση με την Μαρί Μαλαρμέ, να εκστασιάζει το κοινό και να υποδαυλίζει εσώτερα ερωτήματα του τύπου: Πόσα άραγε από αυτά που διατυμπανίζει με τη στάση της η Μαρί, ταυτίζονται με τη δική μας ζωή και εκφράζονται μέσα στον ιδρυματισμό της οικιακής μας ασφάλειας; Η ζωή τελικά αντιγράφει το θέατρο ή μήπως το αντίθετο; Η Μαρί μάλλον υπογραμμίζει και τα δύο…
Η κριτική είναι δημοσιευμένη εδώ