top of page

Η ζωή …εργοδότης του Χάροντα, που είναι …θηλυκός!!!

Τετάρτη 10/06/2020

Παρακολούθησα πρόβα στο Θέατρο Εκστάν

Και καταχάρηκα το ξεκαρδιστικά φιλοσοφημένο έργο του Ζαν – Πωλ Ντενιζόν «Ένα γέλιο η ζωή»

 

Με τον εξαίρετο δραματικό κλόουν Γιάννη Σταματίου και την ιδιοφυή προσωποποίηση της αφηρημένης έννοιας ενός Χάροντα …θηλυκού από την καρατερίστα Ντομένικα Ρέγκου.

Στην μακρά παράδοση των μεσαιωνικών ηθολογιών και των θρησκευτικών μυστηρίων που αναπαριστούσαν σκηνές από την Βίβλο και βίους αγίων κινείται ο θεμέλιος λίθος αυτής της φιλοσοφικής φάρσας, που φαντάζει άκρως κωμική σε πρώτο επίπεδο, αλλά δεν είναι, αφού πρόκειται για μια περιποιημένη παραβολή με καθαρά ανθρωπιστικό ενδιαφέρον.

Ο πατροπαράδοτος περατάρης, ο Χάροντας, έχει εδώ μορφή θηλυκή και για εργοδότη του την …ζωή, αφού χωρίς …ανακύκλωση θα ξεμέναμε από φυσικούς πόρους. Η αειφόρος ανάπτυξη είναι αδιανόητη χωρίς την ταφή του παλαιού και τετριμμένου. Αδιανόητη η απαίτηση της αθανασίας στην ύλη, αντίκειται σε όλους τους φυσικούς και (γνωστούς) συμπαντικούς νόμους. Έτσι κατέστη απολύτως αναγκαίο για να μην …βραχυκυκλώσει το περιορισμένης χωρητικότητας λογικό του απογόνου των πιθήκων η επινόηση μίας (τουλάχιστον) διάστασης, όπου το άϋλο ή “πνευματικό” ταυτίζεται με κάποιο μυθικό “φως” αιώνιο κι ασύλληπτο από την ανθρώπινη νόηση, αν και όχι αναλλοίωτο, αφού αλλάζει συνεχώς μορφές δημιουργώντας άπειρες αντανακλάσεις στην Ύλη και καθιστώντας τα “φαινόμενα” απολύτως παροδικά και αναξιόπιστα, όπως οι ιριδισμοί στην επιφάνεια μιας πομφόλυγος (κοινώς “σαπουνόφουσκας”).

Όλα αυτά είναι γνωστά από παλιά κι έχουν αναλυθεί δεόντως από τους μεγάλους φιλοσόφους όλων των εποχών, χωρίς να έχουν όμως κι εξαντληθεί, αφού κάθε οριστική και αμετάκλητη ερμηνεία είναι ανέφικτη εξ αρχής.

Η δραματική διαπραγμάτευση ενός τέτοιου αχανούς και διαχρονικού θέματος είναι προκλητική μεν βατή δε, αφού έχει προηγηθεί μία μακρά παράδοση θεατροποιήσεων βασικών αφηρημένων εννοιών (όπως η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας, η αρρώστεια, η μοναξιά, η ανημπόρια, η στέρηση, η φτώχεια, η ελευθερία, η σκλαβιά, η εργασία και η δουλεία…).

Όμως ο Ζαν-Πωλ Ντενιζόν κατέχει τόσο καλά την θεατρική κοπτική και ραπτική, ξέρει την σκηνική κουζίνα από μέσα κι απέξω, είναι κάτοχος πλούσιας παιδείας (και όχι μόνον δραματολογικής)… Καταφέρνει λοιπόν να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή για πάνω από μία ώρα με ένα θέαμα εμπνευσμένο από το τσίρκο και τους δραματικούς κλόουν που μας κάνουν να γελάμε χάρη στις ηθελημένες αδεξιότητες και την δυσκολία προσαρμογής τους σε πρωτόγνωρες καταστάσεις, από τις οποίες όμως είναι γεμάτη η καθημερινή μας ζωή. Κι όχι μόνον στα χρόνια της Κρίσης, της βαθιάς πολιτισμικής Κρίσης που βιώνουμε τώρα, εδώ και δύο δεκαετίες, ήδη από την χαραυγή του εικοστού πρώτου αιώνα.

Συγγραφέας και σκηνοθέτης διδάσκουν την επικούρεια άποψη για την χαρά της ζωής κρατώντας αποστάσεις και από τους στωικούς και από τους επιγόνους του ρασιοναλιστή Αριστοτέλη. Τον Πλάτωνα δεν τον αγγίζει καθόλου. Είναι έξω από αυτόν κοσμοθεωρίες για υποτιθέμενες φωτεινές και ανέφελες μετά θάνατον ζωές. Για την ακρίβεια, τον ενδιαφέρει η προθανάτια ζωή και το γέλιο είναι η καλύτερη έκφραση συναισθηματικής ευφυίας, ακόμα και μπροστά στον επικείμενο θάνατο. Ποιος έχει όμως την ψυχραιμία να γελάσει με τα λάθη και τα πάθη του, ποιος πληρώνει αδιαμαρτύρητα τον λογαριασμό μιας σπαταλημένης ζωής αφήνοντας ΚΑΙ φιλοδώρημα; Ελάχιστοι. Απειροελάχιστοι. Πρέπει να έχεις ζήσει μια ενδιαφέρουσα ζωή, να έχεις αγαπήσει και να έχεις κουραστεί παραγάγοντας έργο διαρκές και ανεξίτηλο (στο μέτρο του εφικτού). Η ενσυναίσθηση δεν ασκείται αβρόχοις ποσί κι “εξ απαλών ονύχων”. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία να εργάζεσαι χωρίς να περιμένεις τίποτα, χωρίς να επενδύεις στο μέλλον, δίχως ανταπόκριση, δίχως προσδοκώμενον όφελος. Μόνον έτσι οργώνεται η θάλασσα και καρπίζει ο βράχος ο συμπαγής, ο αδιαπέραστος από τις ρίζες φυτών και δέντρων αναξιόβροχων.

Αρκετά όμως με την ποιητική μετάπλαση του δικού μου “μετ-αισθήματος” από μία πρόβα που παρακολούθησα κεκλεισμένων των θυρών και φορώντας ερμητικά την μάσκα μου, αλλά με τα μάτια και τα αυτιά ορθάνοιχτα, προσεκτικά εστιασμένα στα επί σκηνής δρώμενα.

Λοιπόν, τον εκπληκτικό ηθοποιό ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ τον ήξερα, τον είχα δει επανειλημμένως σε διάφορα έργα. Όμως τον θαύμασα σαν να τον έβλεπα για πρώτη φορά. Σαν να τον έβλεπα για τελευταία φορά και να ήθελα να τον κρατήσω στη μνήμη μου όσο πιο καθαρά μπορούσα. Ο ρόλος του μελλοθάνατου είναι μάλλον επίκαιρος στην εποχή του κορωνοϊού. Κι οπωσδήποτε είναι εύκολο να ταυτιστείς μαζί του όταν φοράς μάσκα χειρουργική μέρα-νύχτα, ακόμα κι όταν κοιμάσαι με το ταίρι σου. Δραματικός κλόουν με απόλυτη αληθοφάνεια, ρεαλιστικός συμβολισμός και ποιητικός σουρεαλισμός, φουτουρισμός και νατουραλισμός… Καμία σχολή καμία τεχνική δεν μπορεί συνδυαζόμενη να βγάλει αυτό το αποτέλεσμα. Πάνω από ταμπέλες και προκατασκευασμένες απόψεις, θαύμασα αυτόν τον ταπεινό διονυσιακό τεχνίτη να μεγαλουργεί υποπτευόμενος πως εποπτεύεται από έναν αόρατο οφθαλμό, της Δικαιοσύνης, που αποδίδει εν τέλει “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι”. Μεγάλος ηθοποιός ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, πέρα από τα όποια βραβεία και τις διακρίσεις που αξίζει και δικαιούται ΕΙΝΑΙ, υπάρχει επί σκηνής, δεν φαίνεται απλώς. Και κάποιες στιγμές σβήνει τελείως την παρουσία του, αν και η σωματικότητά του είναι έντονη. Ανιδιοτελής, ανυπέρβλητος, στοχεύει στο “τώρα”, που είναι τελικά το μόνο που έχουμε.

Είχα δει την ΝΤΟΜΕΝΙΚΑ ΡΕΓΚΟΥ σε δεύτερο ρόλο στη σκιά ενός άλλου μεγάλου ηθοποιού και την είχα προσέξει προ πολλού, γιατί μόνον οι σημαντικοί καλλιτέχνες δέχονται και ξέρουν πώς να εξαλείφουν το “εγώ” τους, όχι προς όφελος ενός άλλου, αλλά για το καλό της παράστασης. Την είχα εκτιμήσει λοιπόν δεόντως, αλλά όταν την είδα να μεγαλουργεί με απαράμιλλη παιδική σοβαρότητα στον ρόλο …του θηλυκού Χάροντα, ομολογώ πως εκστασιάστηκα, γιατί δεν έχανε ποτέ το μέτρο, δεν πέρασε μήτε μια στιγμή την λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο υπερβολικώς τονισμένο και στο γελοίο. Ήταν υπερβατική αλλά και χωμάτινη, άκρως ανθρώπινη και συμπαθητική. Η συνδυαστική της φαντασία και η έμφυτη μουσικότητα που την διακρίνει απέδωσαν και στην χορογραφία της κίνησής της και στα ανεβοκατεβάσματα της φωνής της, αλλά κυρίως στις σιωπές και στις παύσεις, εκεί που ο παρτενέρ της μεγαλουργούσε. Ήξερε να “ακούει” και να απαντάει μετά από μερικές έντεχνες αναπνοές. Αυτή η ενεργητική όραση και ακρόαση, σε συνδυασμό με τις άλλες δευτερεύουσες αισθήσεις, είναι απολύτως απαραίτητη για τον/την ηθοποιό, αφού δεν είναι απλώς εκτελεστής ή ερμηνευτής (όπως στην μουσική) αλλά δημιουργός. Συνδημιουργεί με τον επαρκή θεατή ένα θαύμα μοναδικό κι ανεπανάληπτο.

Σαν κι αυτό που συντελείται στο θέατρο Εκστάν καιρό τώρα. Για την ακρίβεια, χρόνια… Ετούτος ο χώρος έχει μια απολύτως διακριτή αισθητική και την δική του ξεχωριστή περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Επισκεφθείτε τον κορωνοϊού επιτρέποντος…

Ομολογώ την πλήρη ήττα μου ως κριτικός όταν παρακολουθώ τέτοιες παραστάσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλοϊκές αν δεν ήταν τόσο σύνθετες και βιωματικές, εμπλουτισμένες με τα “φερτά υλικά” που συσσωρεύει η καθημερινότητα στις ψυχές των ποιητικών όντων.

Αμήχανη η γραφή, μετέωρη η πένα, αποστασιοποιημένα τα δάχτυλα από τα πλήκτρα… Πώς μπορείς να μεταδώσεις ένα θαύμα με ένα άλλο θαύμα; Η κριτική είναι μετάφραση. Κι όχι η βατότερη απ’ όλες.

 

Μετά επί-Λόγου Γνώσεως,

 

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας

KYRIAKH 13/07/2020

"Ένα γέλιο η ζωή" του Ζαν-Πoλ Ντενιζόν....

Το έχω γράψει πολλές φορές, θα το γράψω πάλι. Η καρδιά του νεοελληνικού θεάτρου «χτυπάει» στα μικρά και περιθωριακά θέατρα που χτυπήθηκαν πιο άγρια απ’ όλα στη μεγάλη κρίση του κορωνοϊού που περάσαμε και περνάμε ακόμα. Η κρίση χτύπησε ανελέητα το νεοελληνικό θέατρο, το επίσημο κράτος λάμπει διά της σιωπής του, μέτρα ενίσχυσης και ανάνηψης δεν παίρνονται. Ωστόσο, τα λεγόμενα «μικρά» θέατρα σηκώνουν πάλι πρώτα ψηλά τη σημαία της ανάκαμψης.

Έχω κι άλλοτε αναφερθεί σε ένα από αυτά, στο Θέατρο «Εκστάν», που αθόρυβα εξακολουθεί, με μύριες θυσίες, να δίνει τον καλόν αγώνα στην οδό Καυταντζόγλου 5, στα Πατήσια, με ιδρυτικά μέλη τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιάννη Σταματίου, την ηθοποιό, μεταφράστρια, συγγραφέα, Ελένη Παπαχριστοπούλου και σειρά άλλων συνεργατών.

Κάποιες απαραίτητες συστάσεις για τους μη γνωρίζοντες: Ο Ζαν-Πολ Ντενιζόν είναι Γάλλος ηθοποιός, σκηνοθέτης, με πανευρωπαϊκή καριέρα, συγγραφέας και παιδαγωγός. Υπήρξε επί σειρά ετών βασικός συνεργάτης του Πίτερ Μπρουκ και από το 2015 συνεργάζεται μόνιμα στην Ελλάδα με το Θέατρο «Εκστάν».

Ο Γιάννης Σταματίου αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και, προτού επιστρέψει στην Ελλάδα, έκανε πετυχημένη καριέρα στη Γαλλία, στο Θέατρο «Bouffes du Nord» του Πίτερ Μπρουκ. Μετείχε, μεταξύ άλλων, ως ηθοποιός στον «Οιδίποδα Τύραννο», σε σκηνοθεσία του σπουδαίου, παρότι λιγότερο γνωστού στην Ελλάδα, Σοτιγκί Κουγιατέ.

 

Η Ελένη Παπαχριστοπούλου, με θεατρικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Νέας Σορβόννης Paris III, δέχτηκε επίσης τη διδασκαλία των Ζαν-Πολ Ντενιζόν, Γιόσι Όιντα, Τάπα Σουντάνα, στο θέατρο του Πίτερ Μπρουκ.

Το 2019, για την παράσταση «Οι καρέκλες», του Ιονέσκο, σε σκηνοθεσία του Ζαν-Πολ Ντενιζόν, απονεμήθηκε από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών στο Θέατρο «Εκστάν» και στους συνεργάτες του, Ζαν-Πολ Ντενιζόν, Γιάννη Σταματίου και Ελένη Παπαχριστοπούλου, το Βραβείο Καλύτερης Παράστασης Διεθνούς Ρεπερτορίου.

Όχι τυχαία, το «Εκστάν» ανοίγει τη φετινή, κουτσουρεμένη λόγω των γνωστών συνθηκών, καλοκαιρινή θεατρική περίοδο με ακόμη ένα έργο του Ντενιζόν (σε συνεργασία με τους Σαμπίν Ζίζερ, Μίκαελ Σραμ), σε σκηνοθεσία του ίδιου, σε ανοιχτό χώρο, στο υπαίθριο θέατρο του Κτήματος Θοδωρή Αρβανίτη στον Άγιο Στέφανο («Οικοσχολείο»), που ανοίγει πάλι τις φιλόξενες πόρτες του στην τέχνη για περιορισμένη σειρά παραστάσεων, που θα επαναληφθούν τον χειμώνα στον χώρο της Καυταντζόγλου.

Λίγα για την υπόθεση του έργου: ένας γερασμένος κλόουν, που δεν καταφέρνει πια να κάνει το κοινό του να γελάει, απογοητευμένος, εύχεται να πεθάνει... Τον ακούει ο θάνατος και εμφανίζεται με τη μορφή μιας ωραίας γυναίκας. Ο κλόουν, μετανιωμένος, ικετεύει τον θάνατο να μην τον πάρει και ο αγέλαστος θάνατος του θέτει έναν όρο. Θα του δώσει μια παράταση ζωής αν καταφέρει να τον κάνει… να γελάσει. Οι προσπάθειές του όλες αποδεικνύονται μάταιες, μέχρι που ο θάνατος ανακαλύπτει τη δική του αλήθεια φθάνοντας να ζηλέψει τη θνητή ύπαρξη του ανθρώπου που μπορεί να γελάει, για να ξεσπάσει τότε ο ίδιος σε ένα γέλιο πικρό! Αυτός είναι ο μύθος του έργου, που δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να αναπτύξει τη σκέψη του γύρω από το αυθόρμητο, πηγαίο γέλιο του ανθρώπου ως το απόλυτο, ατίμητο, ανεξαγόραστο δώρο της ζωής, που είναι μέγα αγαθό και πρώτο. Πρόκειται για έναν μεταποιημένο, μεταλλαγμένο λαϊκό παραμυθόμυθο του θριάμβου της ζωής πάνω στον θάνατο και αυτήν ακριβώς την ευφρόσυνη, όχι πένθιμη, διάσταση δίνει στο έργο η σκηνοθεσία του Ζαν-Πολ Ντενιζόν, σε ύφος λαϊκό, για να το απογειώσει με βατήρα την καλή μετάφραση της Ελένης Παπαχριστοπούλου.

Οι δύο ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί, ο Γιάννης Σταματίου ένας χαρισματικός πολυπρισματικός κλόουν που δίνει τα πάντα στη σκηνή, σε έναν σπαρακτικό κλαυσίγελο διαρκείας. Και η Ντομένικα Ρέγκου μια πραγματική αποκάλυψη, δίνοντας δεξιοτεχνικά, θερμή εν ψυχρώ, με μινιμαλισμό κινήσεων, την εσωτερική ερημία και μοναξιά του θανάτου.

Είναι πολύ δημιουργική η μουσική επένδυση του Φίλιππου Περιστέρη, το τραγούδι, οι φωτισμοί του Πασχάλη Τσέρνα αριστοτεχνικοί. Το ίδιο έχω να πω για τα σκηνικά - κοστούμια της Μπέτυς Λυρίτη.

Η κριτική δημοσιευμένη 

Κριτική θεώρηση για την παράσταση «Ένα γέλιο η ζωή»

Γράφει η Χρύσα Νικολάκη στις 28/07/2020 στο Fractal

 

“Ένα γέλιο η ζωή” στο Κτήμα Θοδωρή Αρβανίτη.

Το κείμενο και η σκηνοθεσία, δημιουργίες του σπουδαίου Γάλλου ηθοποιού και σκηνοθέτη Ζάν Πώλ Ντενιζόν κάνει για μια ακόμη φορά την εμφάνιση του στην Ελλάδα μετά την επιτυχημένη θεατρική παράσταση στην Γερμανία που απέσπασε το πρώτο βραβείο το 2002. Η Ελένη Παπαχριστοπούλου επιμελήθηκε την εξαιρετική μετάφραση από το πρωτότυπο στο οποίο βασίστηκαν πιστά αλλά και με έξυπνους αυτοσχεδιασμούς οι πρωταγωνιστές.

 

Επί σκηνής, η Ντομένικα Ρέγκου και ο Γιάννης Σταματίου, είναι δυο άνθρωποι που μοιράζονται σκέψεις για τη ζωή, το θάνατο και το γέλιο. Το γέλιο, πηγή αισιοδοξίας και ελπίδας κατορθώνει να ξεγελάσει και τον ίδιο το Χάρο, εν προκειμένω σε μορφή γυναίκας αδίστακτης! Εάν και το μοτίβο του θανάτου είναι εξαρχής σκληρό, η μεταδραματική αποστασιοποίηση των ερμηνευτών απομυθοποιεί το σκοτεινό βάθος του άλλου κόσμου, χάρη στους κωμικούς τους αυτοσχεδιασμούς.

Η κεντρική σκηνή είναι ειδικά διαμορφωμένη σε αποχρώσεις κόκκινου-μαύρου για να εισάγει τους θεατές στο «Γκαιτεικό» σύμπαν. Πού μπορεί κανείς να εντοπίσει Φαουστικές επιρροές στην εν λόγω παράσταση;

Η απάντηση βρίσκεται στο ότι εδώ, στο εν λόγω έργο, ο τραγικός άνθρωπος ολοκληρώνεται. Ο Χάρος οδηγείται στην αναγέννηση μόνο μέσα από το γέλιο. Από το αρχικό λογοπαίγνιο μεταξύ Χάρου-Γυναίκας και Κλόουν, αποτυπώνεται η αιώνια διαμάχη μεταξύ αρσενικού-θηλυκού. Εδώ, η γυναίκα, ως ζωοδότρα πηγή κι αειφόρος Άνοιξη μετατρέπεται σε Χάρο, δημιουργώντας μια τραγική ειρωνεία.

 

Η μουσική υπόκρουση σε ρυθμό εποχής, ενσαρκώνει το πρόσωπο του παλαιού ανθρώπου, που ανόθευτο από την ψυχαγωγία της σύγχρονης τεχνολογίας, ερεθίζεται από την αμεσότητα του πηγαίου γέλιου, προϊόν των αληθινών ανθρώπινων σχέσεων. Η υπογραφή της μουσικής επιμέλειας από τον Φίλιππο Περιστέρη, που κινείται μεταξύ ρέκβιεμ και λυρισμού, υπό τους ήχους των βιολιών, μας μεταφέρει εικονικά στο μαγικό κόσμο του τσίρκου.

 

Ο υποβλητικός φωτισμός του Πασχάλη Τσέρνα μας παρασύρει στο σκοτεινό λαβύρινθο του Άδη και με γρήγορες εναλλαγές φωτοσκιάσεων στο πολύχρωμο τόξο της ζωής.

 

 

Η Ντομένικα Ρέγκου, είναι μια μαέστρος του τρομακτικού, μια σύμπλεξη Ποεϊκή και Χιτσκοκική, που με το στατικό της κορμί θυμίζει gothic-horror μορφές. Η Ρέγκου, ξεδιπλώνει επί σκηνής την μορφή του Χάρου σαν θεότητα γυναίκας άκαμπτης. Μιας γυναίκας που αγνοεί την χαρά της ευθυμίας και την ταύτιση της αγάπης με στιγμές ανθρωπιάς που οδηγούν στην αθανασία. Η δε μαύρη ψιλόλιγνη σιλουέτα της με τα μαύρα γάντια, που ευφυέστατα έντυσε η Μπέττυ Λυρίτη, μας παραπέμπει στη γυναίκα με τα μαύρα γάντια του Lee Edward, του μάστερ της κλασσικής λογοτεχνίας. Αν ανατρέξουμε ωστόσο σε πιο αρχαϊκές ρίζες θα αντικρύσουμε τη Μόρα, εκείνη την «γριά μάγισσα» της ελληνικής μας παράδοσης, που παρουσιάζεται άλλοτε σαν γερόντισσα και άλλοτε σαν αερικό, έχοντας δαιμονική όψη και ξυπνά στο σκοτάδι για να μεταφέρει το θάνατο. Η πεποίθηση ότι η γυναίκα αυτή με τα μαύρα είναι η Μόρα, εστιάζεται κυρίως στο ότι η οντότητα της αποπνέει την αίσθηση του κυρίαρχου. Κάτι που επακριβώς και θαυμάσια η Ρέγκου κατορθώνει, όταν κατευθύνει με τα δάχτυλα της την ύπαρξη του γελωτοποιού. Έτσι σχεδόν εξανθρωπίζεται σαν απλή μαθήτρια του κλόουν σε ιέρεια παντομίμας Επιδαυρικού Αριστοφανικού μεγαλείου, οδηγώντας όλους εμάς τους θεατές να μετέχουμε στο χορό της κόκκινης πίστας.

Το σκηνικό ενισχύεται, με το ανοιγμένο αλεξίπτωτο, που μεταφορικά είναι η πίστα παραστάσεων του τσίρκου και δη του γελωτοποιού – κλόουν της χαράς και του γέλιου.

 

Σημαντικό σημείο του έργου είναι ότι ο Χάρος επέλεξε σαν δάσκαλο τον γελωτοποιό.

Μια άψογη μαριονέτα κινούμενη από τα δάχτυλα του σκηνοθέτη και τους μουσικούς ήχους με μαθηματική ακρίβεια και έκφραση, δείγμα του μεγάλου θεατρικού ταλέντου του Γιάννη Σταματίου.

 

Ο Σταματίου στο ρόλο του κλόουν, δεν μπορεί να αντιδράσει και να αντισταθεί στην παγιδευμένη του ζωή, γεγονός που υποδηλώνει την ενδοψυχική του σύγκρουση. Στην ουσία ο κλόουν ζει μέσα σε έναν εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορεί να ξυπνήσει. Εν τέλει, ο κλόουν, ύστερα από πολλές κωμικές ενσαρκώσεις κατορθώνει να οδηγήσει το Χάρο στο γέλιο, αφού βρίσκει το κομβικό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου. Και εκεί, για πρώτη φορά γελά, όταν ο Χάρος γίνεται ο μεσολαβητής μεταξύ ζωντανών νεκρών. Όταν δηλαδή κατορθώνει να επικοινωνήσει ο κλόουν με τον κόσμο των νεκρών. Η χαρά που σαν κύμα ευφορίας πλημμυρίζει τον κλόουν και οι αναμνήσεις που ξυπνούν, αυθορμήτως σχηματίζουν στο πρόσωπο του Χάρου το χαμόγελο! Τότε, και μόνο, ο Χάρος εξανθρωπίζεται, όταν βοηθά τον κλόουν να ξανανιώσει την ευτυχία για τις μικρές χαρές της ζωής.

 

 

 Απόδειξη περί αυτού είναι ότι ο Χάρος σκύβει και μαζεύει την πεσμένη μύτη του κλόουν και τη φορά( η μύτη αποτελεί σύμβολο κατατεθέν ως θυρεός στην πόρτα του γέλιου του κλόουν). Αυτόματα η Γυναίκα-Χάρος με τα μαύρα γάντια, γίνεται η γυναίκα της διπλανής πόρτας.

 

Έξυπνη είναι σε αυτό το σημείο της μετάβασης , η πινελιά του σκηνοθέτη Ζαν Πολ Ντενιζόν, κάτω από τις υποδείξεις του οποίου ο Σταματίου (κλόουν) βάφει τα μάτια της Γυναίκας –Χάρου με μπλε σκιά. Τότε, η Ρέγκου (Χάρος) γεμίζει ουρανό και θάλασσα, εξανθρωπίζεται, πετώντας επιτέλους από πάνω της το νεκρικό προσωπείο! 

 

* Η Χρύσα Νικολάκη είναι κριτικός Λογοτεχνίας / Θεάτρου και Συγγραφέας

https://www.fractalart.gr/gia-tin-parastasi-ena-gelio-i-zoi/

Please reload

bottom of page