top of page

26 Ιανουαρίου 2020

-Χαίρεσαι που με βλέπεις;

-Δεν ξέρω… θα δούμε…

Είναι οι πρώτες κουβέντες που ακούγονται στην παράσταση «Η Περαστική», του συγγραφέα και σκηνοθέτη Jean – Paul Denison, που ανεβαίνει στο θέατρο ΕΚΣΤΑΝ, με τον Γιάννη Σταματίου και την Ελένη Παπαχριστοπούλου.

Εγώ πάντως χάρηκα που είδα και την παράσταση και χάρηκα ακόμη περισσότερο που συνομίλησα με την εξαιρετική Ελένη Παπαχριστοπούλου. Την ευχαριστώ θερμά. Ευχαριστώ και για την κουβέντα μας τον κ. Γιάννη Σταματίου, όμως αυτή είναι off the record.

 

κ. Παπαχριστοπούλου, σας καλωσορίζουμε στο Sin Radio και στη στήλη «Και για πες…». Η παράσταση «Η Περαστική» είναι από τις καλύτερες που έχουμε δει αυτή την περίοδο. Η ερμηνεία και του κ. Σταματίου και η δική σας, άξια επαίνων, το δε κείμενο καθηλωτικό, αγγίζει πολλά θέματα με ευαισθησία και χιούμορ, παίρνοντας αφορμή την ίδια τη ζωή και τις αποφάσεις της.

Σας ευχαριστώ κι εγώ από την πλευρά μου για αυτή μας την κουβέντα. «Η Περαστική» αναφέρεται στη συνάντηση μιας γυναίκας με τον πρώην σύντροφό της, μετά από 20 χρόνια χωρισμού. Εκείνος είναι συγγραφέας –φιλόσοφος και εκείνη ηθοποιός. Ο Jean – Paul Denison, έχει δημιουργήσει ένα εξαιρετικό έργο… ένα έργο που, όπως όλα τα μεγάλα έργα, δεν σβήνουν στον χρόνο.

Ποια θέματα θίγονται μέσα στο έργο;

Ο Denison, μέσα από ένα κεντρικό θέμα, θίγει πλήθος ζητημάτων, τα οποία όμως τα «αφήνει», δεν θέλει να τα προσδιορίσει, με την έννοια ότι δεν κάνει διδακτισμό. Γενικά, οι Γάλλοι δεν κάνουν διδακτισμό, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλα τα κλασικά έργα. Τα μεγάλα ζητήματα, όπως η ζωή, ο έρωτας και ο θάνατος και πώς αυτά αντιμετωπίζονται, είναι κοινά για όλους. Όμως, κάτω από ποιο βλέμμα; «Η Περαστική» έχει το βλέμμα του συγγραφέα, ο οποίος ζει στη σύγχρονη εποχή και βλέπει τα διαχρονικά μεγάλα ζητήματα της ζωής.

Ας έρθουμε τώρα σε αυτήν τη γυναίκα που ερμηνεύω… Ο συγγραφέας την έχει τοποθετήσει ως ηθοποιό, διότι, όπως λέει και ο ίδιος, το επάγγελμα της ηθοποιού, από τη φύση του, συνδέεται περισσότερο με την ελευθερία. Η γυναίκα αντιπροσωπεύει, συμβολίζει τη γη, τη ζωή, τον έρωτα. Αλλά ο έρωτας είναι ένας; Το ζευγάρι δεν υπήρξε παντρεμένο, μιας και δεν βρίσκεται εκεί το θέμα του Denison. Μια γυναίκα, νομίζω, ότι έχει δικαίωμα να ψάχνει και να ανακαλύπτει τη ζωή και μέσα από άλλα πράγματα. Κάπου στο κείμενο λέγεται χαρακτηριστικά, ότι η επιθυμία συχνά μας τυφλώνει… Αν και στο τέλος του λέει, είσαι ο μόνος άνδρας που αγάπησα…

Μόνο στο τέλος… Εκ του αποτελέσματος το κρίνει πια αυτό…

Ναι, ναι… δεν ξέρω… αγαπάμε δυό φορές; Ο Denison, από τους μεγαλύτερους παιδαγωγούς του σύγχρονου θεάτρου, θέτει κι άλλη διάσταση, χωρίς να ηθικολογεί. Θέτει απλά τον έρωτα, την αγάπη και το χρόνο…

 

Κύκλοι που κλείνουν, που ανοίγουν, παλιοί που δεν έχουν κλείσει…

Που δεν μπορείς να δώσεις συνταγές για το ποια είναι η ζωή… Μα δεν έχει τοποθετεί τυχαία αυτή τη συνάντηση σε αυτή την ηλικία…

Το συγκεκριμένο κείμενο πάντως αγγίζει πτυχές ολονών μας… δεν υπάρχει περίπτωση κάπου να μη σε «πιάσει»… Κάπου θα σε βρει… Κάτι απ’ όσα πραγματεύεται σου έχει συμβεί…

Αυτά είναι τα μεγάλα έργα. Είδατε; Δεν κουνιότανε κανείς… Άκουγες την ποιότητα της σιωπής… Βλέπετε, μέσα από την ιστορία του συγγραφέα με την ηθοποιό, ο Denison μπαίνει μέσα σε όλα τα δικά μας προβλήματα και σε κάνει να σκεφτείς. Βλέπεις τη δική σου ζωή… Η βιβλιοθήκη γεμάτη με βιβλία δεν είναι τυχαία τοποθετημένη εκεί… δεν είναι διακόσμηση τα τόσα βιβλία… Τα βιβλία βέβαια είναι εκείνα που μας κάνουν να ανοίγουμε ένα παραθυράκι στη ζωή μας… λιγότερο σκοτάδι και περισσότερο φως… Αλλά τα βιβλία δεν τον έσωσαν τον φιλόσοφο… Δεν βρήκε τη λύση σε αυτά… Είδατε τι λέει στο τέλος; Θα γεράσω, της λέει… ο χρόνος φεύγει… Συγκρούεται με τον ίδιο του τον εαυτό… γιατί είναι ο χρόνος που τα παρασύρει όλα και δεν αφήνει κανέναν ανέγγιχτο…

Ο θάνατος τσιγκλάει, λέει σε κάποια στιγμή…

Ακριβώς… Γι’ αυτό ο συγγραφέας τους τοποθετεί 20 χρόνια μετά… τώρα που είναι ώριμοι και είναι αντιμέτωποι με όλα αυτά τα μεγάλα ζητήματα, αλλά όχι πεσιμιστικά… δεν μιλάει για τον θάνατο, αλλά για τη ζωή που θέλει! Θέλω να είμαι αιώνιος, λέει και θυμώνει που δεν είναι… Είναι ένα έργο γεμάτο συναισθήματα, που κάθε φορά που το βλέπεις παρατηρείς και διαφορετικά πράγματα. Κρύβει βαθειά ανθρωπιά, έχει ευαισθησία, χιούμορ… Είμαστε παιδιά του έρωτα, της ζωής και του χρόνου… Αυτή του φωνάζει ζήσε, γύρισε, παρόλο που αυτή είναι η άρρωστη, είναι αυτή που φέρνει τη ζωή…

 

Αντίθεση…

 

Ναι, μια ωραία αντίθεση. Ενώ αυτή έχει το πρόβλημα, είναι χαρούμενη, θέλει να ζήσει, θέλει ακόμη τον έρωτα… Κάνει όμως και κάτι σπουδαίο… Δεν του το λέει. Γυναικεία αξιοπρέπεια, όπως είπε πριν και ένας θεατής. Βλέπετε, όσο βιώνω το κείμενο, ανακαλύπτω συνεχώς κι άλλες διαστάσεις. Στη Γαλλία, όταν σπούδαζα, δεν μας ανέλυαν το έργο. Ποτέ. Το ίδιο συνέβη και τώρα με τον Denison. Για να μη σε μπλοκάρει, σε «πάει» σιγά-σιγά, σαν ψυχαναλυτής και ψάχνει να βρει εσένα μέσα στο έργο του…

Η πίστη, ακόμη ένα ζήτημα του έργου.

Ναι, και είναι συγκλονιστικός ο μονόλογος της, που περιγράφει τη στιγμή που περπατούσε σε ένα μονοπάτι και βλέποντας τη θάλασσα και το λουλούδι, αντικρίζει την έννοια του Θεού. Κι όταν ο συγγραφέας μιλάει για την πίστη δεν αναφέρεται στις θρησκείες, αλλά στο πνεύμα και στη σχέση του όντος με τη γη και το σύμπαν. Αυτός είναι ένας επιστήμονας, ένας φιλόσοφος, είναι ορθολογιστής, αλλά δεν έλυσε κάποιο του πρόβλημα… Κι έρχεται αυτή, μετά από 20 χρόνια, και τον ρωτάει σε τι σου χρησίμευσε αυτή η γνώση, χωρίς την πίστη…

 

Πολλά τα κρυμμένα νοήματα…

Γι’ αυτό το λόγο αυτό το έργο βλέπεται και ξαναβλέπεται… Κι εγώ τώρα που συζητάμε κατανοώ κι άλλες διαστάσεις του ρόλου. Είναι ένας ρόλος που θέλει διαρκή μελέτη. Δεν είναι μια γραμμική κατανόηση. Είναι έργο πολυεπίπεδο. Αγγίζει όλα τα προβλήματα της ζωής μας…

Λέτε σε κάποιο σημείο ότι στο παρελθόν δεν επιστρέφουμε, μόνο να κοιτάξουμε μπορούμε και να μετρήσουμε τις ζημιές, μιας και παραμένει ίδιο… Όμως, μπορούμε να το διορθώσουμε ή να το «ανακατασκευάσουμε»;

Κοίταξε Έλενα. Κατ’ αρχάς τίθεται ένα μεγάλο ζήτημα. Αυτό του πόνου. Αυτός έχει πονέσει πολύ και φαίνεται. Όλη η ιστορία είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι, όπως λέει και ο Φρόυντ. Αλλά, τι πόνο δίνεις στην προσπάθεια να αγαπιέσαι; Όπως λέει ο σκηνοθέτης, φανταζόμαστε τη ζωή ήρεμη, γαλήνια, ευτυχισμένη, αλλά είμαστε ανίκανοι να την κάνουμε έτσι. Δηλαδή για να καταλάβεις κάτι πρέπει να κάνεις τον άλλο να πονέσει πριν… Κι αυτή τον έκανε και πόνεσε… και μετά κατάλαβε ότι τον αγαπούσε…

 

Λογική ή συναίσθημα;

 

Αυτή του λέει ότι η αγάπη δεν έχει καμιά σχέση με τη λογική κι αυτός της λέει φύγε… Έβαλε τη λογική του… Αλλά επειδή έβαλε τη λογική του στο τέλος κλαίει… ίσως το ‘χει μετανιώσει… Πιστεύω ότι πρέπει να συγχωρούμε… Ακούω από τους νέους, σε διαφορετικές παραστάσεις και σε διαφορετικό χρόνο να μιλούν για αυτό το ζήτημα. Είναι ένα ερώτημα που αγγίζει τα νέα παιδιά…

Ίσως το συναίσθημα για να εκδηλωθεί θέλει και μια πιο ώριμη ηλικία. Όταν είμαστε νέοι μπορεί να μην το ‘χουμε μάθει, να ντρεπόμαστε, να μην είναι της μόδας…

Ή να μην είναι ρομαντικό… Ο έφηβος, μας έλεγαν στη Γαλλία, ότι έχει χάσει το ρομαντικό πλησίασμα…

 

Μάλλον γιατί η εκδήλωση του συναισθήματος υποδηλώνει αδυναμία…

Ακριβώς! Γι’ αυτό ο Denison τους τοποθετεί 20 χρόνια μετά, χωρίς όμως να κάνει διδακτισμό. Ώρες χρειάζεται η ανάλυση αυτού του έργου. Είναι ζητήματα που διαρκώς συμβαίνουν στη ζωή μας…

Ο θάνατος είναι μέσα μας;

Ναι… Όταν βρίσκεσαι στο μέσο μιας διαδρομής και μετράμε παρελθόν… Αυτοί βρίσκονται μέσα σε ένα χρόνο, που υπήρξε και σε έναν χρόνο που μεταφέρεται… Είπαμε, είμαστε παιδιά της ζωής και του χρόνου.

Και η συγνώμη; Μπορεί να γιατρέψει;

Η συγνώμη είναι μια μεγάλη ποιότητα στη ζωή. Σημαντικό στη ζωή να λες συγχώρεσε με… Αυτή γύρισε και του είπε συγχώρεσε με… Απαλύνει κάπως τον πόνο και πιθανώς να μας κάνει να καταλάβουμε τον λόγο που κάναμε ότι κάναμε… Αλλά ο πόνος; Είναι μεγάλο θέμα ο πόνος…

Άρα; Συγνώμη και προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους;

Από τον εαυτό μας απαιτείται η μεγάλη διαδρομή. Αυτό το βλέπεις και στη μεταμέλεια του. Κι αυτός πόνεσε για να κατανοήσει, να αγαπήσει και να αποδεχτεί. Είναι επώδυνες οι διαδρομές που κάνουμε για να κατανοήσουμε, να αγαπήσουμε και να αποδεχτούμε. Ο Denison θέτει και το μεγάλο θέμα της αποδοχής.

 

Η αποδοχή πάλι έχει να κάνει με τον εαυτό μας…

Ακριβώς, το πώς θα αποδεχτείς τον άλλον και πως θα τον κατανοήσεις… πώς να κάνεις διάλογο μαζί του… Αυτός δεν μπόρεσε… μάλωσε μαζί της, γιατί δεν μπόρεσε να αποδεχτεί την πίστη της…

Ως φιλόσοφος έχει μάλλον υποχρέωση να υποστηρίξει την επιστήμη του…

 

Ναι, αλλά δεν τον έσωσε… Αν και αρχίζει και αποδέχεται…

 

Ναι, αλλά είναι αργά…

 

Είναι…

 

Με μια άλλη έννοια «περαστικοί» είμαστε όλοι από αυτή τη ζωή. Και είναι κρίμα να χάσουμε, έστω και την τελευταία στιγμή, την ευκαιρία για ψήγματα ευτυχίας.

Δείτε αυτήν την παράσταση. Μπορεί να διακρίνετε κι άλλα μεγάλα ζητήματα που θίγονται με αριστοτεχνικό τρόπο.

Από τον Κυριάκο Π. Λουκάκο

18 Απριλίου 2019

«Η Περαστική» που ήλθε   για να μείνει…

CRITICS CORNER, 18 Απριλίου 2019

  

Από τον Κυριάκο Π. Λουκάκο, επίτιμο πρόεδρο της «Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών» (έτος ιδρύσεως 1928)

Τα πολλά νέα έργα και παραγωγές, που ακρίτως αναγγέλλονται από τον προωθητικό μηχανισμό της δημοσιότητάς τους ως «αριστουργήματα», μετρίαζαν τις προσδοκίες μας για την επίσημη πρεμιέρα αυτού που υπέγραφε, ως συγγραφέας, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Jean Paul Denizon, ιδιαίτερα οικείος από τη συνεργασία του με τον Peter Brook (πρβλ. αντί άλλων τίτλους όπως La tragédie de Carmen και The Mahabharata). Εδώ και χρόνια ο διάσημος Γάλλος έχει αποκτήσει φιλόξενη Ελληνική έδρα στον χαμηλών τόνων, αλλά μεστό ουσίας «πολυχώρο» ΕΚΣΤΑΝ. Τον ίδιο που φιλοξένησε μιαν εντυπωσιακή διδασκαλία του για το έργο «Οι Καρέκλες» του Ευγενίου Ιονέσκο. Διδασκαλία, η οποία βραβεύθηκε, στις 18 Φεβρουαρίου 2019, με το Βραβείο Διεθνούς Ρεπερτορίου των Κριτικών Θεάτρου της Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών (έτος ιδρύσεως 1928 – προσοχή στις απομιμήσεις!), στο πλαίσιο της από του έτους 1996 κοινής διοργάνωσης των Βραβείων «Κάρολος Κουν» και των «Βραβείων Κριτικών» 2018, σε συνεργασία του ιστορικού Σωματείου με τον Οργανισμό .Πολιτισμού .Αθλητισμού & .Νεολαίας Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ).


Ούτε όμως αυτή η ευμενής δημοσιότητα μάς προετοίμαζε για την κλάση του δικού του θεατρικού έργου, το οποίο, τιμητικά για τη χειμαζόμενη πρωτεύουσά μας, ο Ντενιζόν παρουσίασε και δίδαξε με πρωταγωνιστές, όπως και για τις «Καρέκλες», τον Γιάννη Σταματίου και την Ελένη Παπαχριστοπούλου, παλαιούς του συνοδοιπόρους πλάι στον Μπρουκ. Γιατί το διαρκείας 100 περίπου λεπτών θεατρικό διέθετε όλες τις ποιότητες που συνήθως απουσιάζουν διεθνώς από νέες δημιουργίες. Παρά το χωρίς αλλαγές, στατικό σκηνικό ενός μικρού αστικού διαμερίσματος, η ιστορία που αφηγείται ο Ντενιζόν, χωρίς δεσμεύσεις χώρου και χρόνου, σε κρατά καθηλωμένο σε όλη τη διάρκεια τής χωρίς διάλειμμα παράστασης, ενισχυμένη γλυκόπικρα αλλά διακριτικά από την ατμοσφαιρική μουσική του Γιάννη Ιωάννου. 


«Η περαστική» επανεμφανίζεται ξαφνικά για να διαταράξει την επίπλαστη γαλήνη του προ μέχρι προ 20 ετών συντρόφου της. Ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι ο χωρισμός υπήρξε επώδυνος και ανακαλύπτει σταδιακά όχι μόνο τα ίχνη της παλιάς προσωπικής ακύρωσης του αμυνόμενου άνδρα και τη δειλή, αρχικά, και εντονότερη σταδιακά διεκδίκηση της γυναίκας, αλλά και τα στοιχεία που δημιούργησαν το χρονικά απώτερο τέλος της σχέσης τους. Ο συγγραφέας επιδεικνύει υπομονή στη δόμηση της πλοκής και με αριστοτεχνική δοσολογία αξιοποιεί όλες τις μαιευτικές τεχνικές της αρχαίας τραγωδίας, συμπεριλαμβανομένης και μιας λειτουργικά κομβικής όσο και προκλητικά αδιόρατης τραγικής ειρωνείας. Πάνω από όλα αναπτύσσει χωρίς προφανή επιτήδευση προβληματική ψυχολογίας βάθους των χαρακτήρων του, που ούτε στιγμή δεν ευτελίζεται σε διδακτικό στόμφο. Η νεανική προδοσία της γυναίκας και η ανήκεστη βλάβη στην εμπιστοσύνη του άνδρα βρίσκει τη συμμετρία της στη δική της αδυναμία να τον πείσει για την ειλικρίνειά της, ακόμη κι όταν επιστρέφει για να του εμπιστευθεί το «τελευταίον εκβάν» του επικείμενου θανάτου της. Δεν θα το κάνει όμως, τουλάχιστον σε εκείνον. Έτσι η αγάπη, που ο θεατής διαπιστώνει ότι δεν έσβησε, αποδεικνύεται ανίσχυρη μπρος στον εγωισμό της παράλληλης άμυνάς τους. «Εκείνου», για να μην διακινδυνεύσει την οδύνη μιας νέας εγκατάλειψης, και «εκείνης», προκειμένου να μην αλλοιώσει ο οίκτος το κίνητρο μιας επανένωσης. 


Ο Ντενιζόν στήνει ένα συνεχές και λεπτά δουλεμένο παιχνίδι ανολοκλήρωτων κορυφώσεων εξομολογητικής υφής, που όμως παραμένουν απρόσφορες για μιαν αισιόδοξη έκβαση της υποβόσκουσας τραγωδίας. Μια τραγωδία εσωτερικά κατακερματισμένων ανθρώπων που αδυνατούν να συγκροτήσουν το όλον ενός συμβολικά διχοτομημένου αρχαιοελληνικού γλυπτού που νεαροί εραστές είχαν συναποκομίσει ως υπόσχεση κοινού τέλους από το σχεδόν συμβολικό ταξίδι στην ουτοπική Ελλάδα της ανεπηρέαστης από σταθμίσεις νεανικής μέθης τους. Μια τραγωδία λοιπόν χωρίς κάθαρση, μαρτυρία αδιεξόδων που η προχωρημένη ωριμότητα ηλικίας και εμπειρίας εμποδίζει καθοριστικά την υπέρβασή τους. Ένα παιχνίδι από μικρές σημειακές νίκες, όπου κανείς από τους δύο δεν αποτολμά τη δυνητικά λυτρωτική γενναιόδωρη χειρονομία απέναντι στον άλλον. Θα μπορούσε άραγε; Όπως κάθε σημαντικό έργο, «Η Περαστική» του Ντενιζόν θέτει τα ερωτήματα, δεν διεκδικεί όμως την απάντησή τους. Και αυτά παίρνει μαζί του ο σιωπηλός μάρτυράς τους, αναλύοντας ενδεχόμενα και τροπές πολύ μετά την έξοδο από την αίθουσα.


Με το κύρος της διδασκαλίας του ίδιου του συγγραφέα, οι δύο Έλληνες ηθοποιοί του χάρισαν συγκλονιστικές ερμηνείες. Ο Γιάννης Σταματίου έπεισε ως ο διανοούμενος με την οργανωμένη σκέψη και τον συναρπαστικό λόγο που τον καθιστούν ίνδαλμα της ισόβιας αγαπημένης του, αλλά και θύμα του αμυντικού εγκλεισμού που συγκροτεί με αυτά. Η απαγγελία, η άρθρωση, το σαρκαστικό μέγεθος των λογιδρίων του θα μάς μείνει αλησμόνητο. Πιο υπαινικτικός και ίσως γι’ αυτό πιο ακανθώδης αναδεικνύεται ο ρόλος που επωμίσθηκε η Ελένη Παπαχριστοπούλου, επειδή απαιτούσε υπομονετική κλιμάκωση και χαμηλότονες εξάρσεις, που η εκλεκτή ηθοποιός εμπλούτισε με τη δική της ξεχωριστή προσωπική και -γιατί όχι- ιδεοτυπικά Ελληνική θέρμη. 


«Επιδιώκω απλά την ψυχαγωγία του θεατή», μάς αποκάλυψε σε προσωπική μας στιχομυθία ο σκηνοθέτης και συγγραφέας στον φορτισμένο απόηχο της παράστασης, για να συμπληρώσει, προκαλούμενος από εμάς, ότι την εννοεί με όλες τις υψηλές παραμέτρους που περιλαμβάνει η αρχαιοελληνική αντίληψη γι’ αυτήν. Μάς είχε ήδη πείσει περί αυτού με το έργο του και γι’ αυτό επιμένουμε στην πεποίθησή μας ότι αυτή «Η Περαστική» ήλθε για να μείνει…

ΔΕΥΤΕΡΑ 15/04/2019

Ένα θεατρικό δοκίμιο για τον χρόνο

"Η περαστική" του Πολ Ντενιζόν στον πολυχώρο "Εκστάν" των Πατησίων

“Σε είδα να κοιμάσαι και να ξυπνάς / αμέτρητες φορές / Να γελάς, να κλαις, να χαίρεσαι και να λυπάσαι / Σε είδα να μ' αγαπάς και να με αρνιέσαι / Θα σε δω και πάλι / Ο θάνατος / παρακείμενος / αν δεν ήταν / έπρεπε να τον επινοήσουμε / για να έχουμε ζήσει / Μαζί και χώρια”.
 

Με τους πιο πάνω δικούς μου στίχους, γραμμένους σε χρόνο ανύποπτο, ενσωματωμένους στο μυθιστόρημά μου “Ιστορίες από το χαμένο βιβλίο” (εκδόσεις Ένεκεν, Θεσσαλονίκη, 2010), χαίρομαι που μπορώ να προλογίσω σήμερα την καινούργια δουλειά των ακούραστων εργατών του θεάτρου μας Γιάννη Σταματίου και Ελένης Παπαχριστοπούλου, παλιών συνεργατών του Πίτερ Μπρουκ, στον φιλόξενο Πολυχώρο “Εκστάν” της οδού Καυταντζόγλου 5, στα Κάτω Πατήσια. Καλλιτέχνες που τιμήθηκαν, θυμίζω στον αναγνώστη, με το Βραβείο Ξένου Ρεπερτορίου 2018 της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών για την παράστασή τους “Οι καρέκλες” του Ιονέσκο, από κοινού με τον Γάλλο συγγραφέα και σκηνοθέτη του έργου Πολ Ντενιζόν. Μια παράσταση που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά με επιτυχία, παράλληλα με το έργο του Ντενιζόν “Η περαστική”, σε σκηνοθεσία του ίδιου. Για τις «Καρέκλες» που δόθηκαν σαν ένα λαϊκό παραμύθι προσιτό σε όλους και σαν μια θυμόσοφη λαϊκή παραβολή, λιτά και απλά, χωρίς περιττά στολίδια ή περίτεχνους διδακτισμούς, έχω ήδη γράψει τη θετική μου γνώμη. Ο λόγος σήμερα είναι για την “Περαστική”.

Το πρώτο, από όσο μπορώ να ξέρω, θεατρικό έργο του πολύπειρου Γάλλου σκηνοθέτη που βλέπει στην Ελλάδα το φως της σκηνής, η “Περαστική”, είναι ένα έργο καθαρού λόγου, μάλιστα λόγου υπερβατικά ποιητικού.

Επικρατεί στην Ελλάδα μια εσφαλμένη μάλλον αντίληψη για το γαλλικό πνεύμα, ότι διακατέχεται τάχα από έναν λογοκρατούμενο “καρτεσιανισμό” του τύπου “δύο και δύο ίσον τέσσερα” ή κάτι ανάλογο. Πρόκειται, βέβαια, για μια εντελώς λαθεμένη αντίληψη, επειδή ούτε ο Καρτέσιος είπε ποτέ τέτοιο πράγμα, ούτε οι Γάλλοι διακρίνονται για τέτοιου είδους απλουστευτικές αναλύσεις (αντίθετα, μάλιστα, ρέπουν στο περίπλοκο), ούτε ο αριθμός δύο (και κάθε άλλος φυσικός αριθμός) ισοδυναμεί πάντα με την απόλυτη, αριθμητική τιμή του. Απόδειξη... το ίδιο το έργο του Ντενιζόν, με την ποιητική δομή του. Εκείνος και Εκείνη, το αιώνιο (πλατωνικό) ανθρώπινο ζεύγος που είναι συγχρόνως μονάδα και πολλαπλότητα. Που, όπως λέει ο ποιητής, “είδαν ο ένας τον άλλο αμέτρητες φορές να κοιμάται και να ξυπνά. Να γελάει, να κλαίει, να χαίρεται και να λυπάται. Να αγαπάει τον άλλο και να τον αρνιέται. Να τον αγαπάει και πάλι. Στο μέγα μυστήριο του χρόνου και στο μέγιστο του θανάτου. Όπου ο θάνατος, αν δεν ήταν παρακείμενος (παρακοιμώμενος), έπρεπε να τον επινοήσουμε, για να έχουμε ζήσει. Μαζί και χώρια.

Αυτή είναι η διάρκεια - διάνοια του έργου του Πολ Ντενιζόν, ένα παρελθόν που είναι παρόν, ένα παρόν που μεταγγίζεται στο μέλλον για να επανακάμψει στον αληθινό παροντικό του εαυτό, σαν ποτάμι στις πηγές του. Ένα θεατρικό δοκίμιο για τον χρόνο και όχι μόνο, μια σπουδή στον άνθρωπο. Που εμψυχώνουν ομοιοπαθητικά, συγκινούν, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν σωστική απόσταση από τους ρόλους, με μοναδική ακρίβεια λέξεων, λόγου, χρόνων, ηχοχρωμάτων εγκλίσεων, πτώσεων ονομάτων και ανορθώσεως πνευμάτων οι δύο έξοχοι ταγμένοι ηθοποιοί μας, γαλλικής, ελληνικής και συνάμα οικουμενικής παιδείας, Γιάννης Σταματίου και Ελένη Παπαχριστοπούλου. Σε θαυμάσια μετάφραση της δεύτερης. Με τα όμορφα σκηνικά- κοστούμια της Μπέττυς Λυρίτη και με τη μοναδική μουσική του Γιάννη Ιωάννου.
Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο.
Πηγαίνετε να το δείτε!

Η κριτική δημοσιευμένη 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ, ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΟ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΜΠΟΥΡΑ

ΤΕΤΑΡΤΗ 27/02/2019

Στο θέατρο «Εκστάν» με δύο εμβληματικούς ηθοποιούς διεθνούς βεληνεκούς: Γιάννης Σταματίου και Ελένη Παπαχριστοπούλου (κατά σειράν εμφανίσεως).

 

Ένα σύγχρονο μελόδραμα με σκληρό τέλος (το αντίθετο του “happy end”) που θα συγκινήσει όλους όσους φοβούνται τον θάνατο και θεωρούν την «επάρατον νόσον» απρόσκλητον επισκέπτριαν.

  

Το σύγχρονο γαλλικό θέατρο είναι υπερ-αναλυτικό όπως και η φιλοσοφία, η Σκέψη τους γενικότερα. Αυτός ο φίλος κι αδελφός λαός κατάγεται από τον Αριστοτέλη, ενώ εμείς συνδυάζουμε ευχάριστα και τα δοκούν τον Επίκουρο, με τους λεγόμενους «προσωκρατικούς», τον κατά Πλάτωνα Σωκράτη και τον Αριστοτέλη εν τέλει…

Αυτή η διαφορά νοοτροπίας είναι καθοριστική για τα έργα Λόγου και Τέχνης που παρουσιάζονται κι ερμηνεύονται εδώ. Είναι πιο αργός ο ρυθμός, δαιδαλώδεις μαίανδροι απαιτούν ενισχυμένη νοητική ενέργεια, η προσοχή πρέπει να είναι αυξημένη για μακρύτερο χρονικό διάστημα κι η μεσογειακή μας ελληνορωμαϊκή λογική αποφεύγει τις παρακάμψεις ή τις διακλαδώσεις και προτιμάει να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στο «δια ταύτα». Έτσι, αυτό που λέμε «οικονομία του λόγου» παίρνει άλλες διαστάσεις και μετριέται διαφορετικά στον σύγχρονο νεοελληνικό και στον σύγχρονο γαλλικό πολιτισμό.

 

Είτε πρόκειται για Λογοτεχνία, για Κινηματογράφο είτε για Θέατρο, ακόμα και στα λεγόμενα «Εικαστικά» οι σύγχρονοι γάλλοι είναι υπερ-αναλυτικοί κι ακολουθούν μία απολύτως προσιτή αλλά μακροσκελέστερη του αναμενομένου αποδεικτική μέθοδο. Ενώ εμείς αρκούμεθα στο “όπερ έδει δείξαι”.

 

Με άλλα λόγια, αν εξαιρέσεις αυτή την αναπόφευκτη «σύγκρουση» με τις πολιτισμικές διαφορές μας, κυριαρχεί ο «κυματοθραύστης» δύο εξαίρετων ηθοποιών και του σπάνιου αυτού σύγχρονου Γάλλου σκηνοθέτη που αναλαμβάνει το δυσχερές κι εξ ορισμού διπλό έργο να σκηνοθετήσει το ίδιο του το κείμενο (ακόμα κι αν δεν το αντιμετωπίζει ο ίδιος ως «πνευματικό του παιδί» αλλά με τη δέουσα επαγγελματική αυστηρότητα και σοβαρότητα, βεβαίως).

 

Στο δια-κείμενο τώρα. Δύο έργα σε ένα: πρώτον, ένα σύγχρονο μελόδραμα για καταπονημένους μεσήλικες αστούς (που υπηρετούν την Τέχνη, άρα αναμένει ο θεατής να έχουν μια ευρύτερη οπτική από τους συνήθεις υπόπτους μικροαστούς) και δεύτερον, μία άλλη πραγματικότητα όπου όλα λειτουργούν ως πρόφαση, άλλοθι ή θεατρική σύμβαση: η αρρώστια ή φόβος του θανάτου, η ανασφάλεια του γηροκομιού κι η ανάγκη να βρούμε ένα αποκούμπι ή ένα «λιμάνι» όταν ο ενθουσιασμός της νιότης έχει πια καταλαγιάσει προ πολλού και τα κύτταρα τείνουν προς την συντήρησιν μάλλον παρά προς τον πολλαπλασιασμόν και την αναπαραγωγήν.

 

Είναι δύσκολο να ισορροπήσεις ανάμεσα σε δύο επίπεδα: το προφανές και προσχηματικό και το βαθύ, ειδικά όταν όλο το έργο, ολόκληρο το σκηνικό οικοδόμημα πέφτει στις πλάτες δύο ηθοποιών που βρίσκονται (σχεδόν) διαρκώς επί σκηνής με την ευθύνη της αρμονίας, του ρυθμού και της διατήρησης του μέτρου αποκλειστικώς και μόνον επάνω τους.

 

Παρ’ όλα αυτά, οι δύο παν-άξιοι διονυσιακοί τεχνίτες Ελένη Παπαχριστοπούλου και Γιάννης Σταματίου (σε αλφαβητική σειρά) επετέλεσαν τιτάνιον έργον: έσωσαν το σύγχρονο γαλλικό κείμενο από μελοδραματικές ευκολίες, παρέκαμψαν με εύσχημο τρόπο κάποια σημεία που ακούγονταν μάλλον «φλύαρα» στο νεοελληνικό αυτί κι έδωσαν όλο το crescendo των συναισθημάτων μέχρι την τελική σύγκρουση και την απρόβλεπτη ανατροπή. Πέρα από τις συνήθεις μικροαστικές προκαταλήψεις και τα τετριμμένα «χρηστά ήθη», αυτοί οι δύο άνθρωποι κονταροχτυπιούνται με την ψυχή τους, αναμετριούνται με το έχει τους, διασπαθίζουν το είναι τους και στο τέλος διαπιστώνουν πως δεν μπορούν να κάνουν πάλι εκπτώσεις, όχι αυτή τη φορά, ποτέ πια… Αυτό το στοιχείο προσθέτει μίαν επιπλέον δραματικότητα στο ήδη πεποικιλμένο «σκηνικό», απ’ όπου καμία ακτίνα φωτός δεν περνά και μόνο γιατρικό είναι η ηρωϊκή έξοδος.

 

Αριστοτεχνικώς γραμμένο το έργο, με ψήγματα χιούμορ, που θα τα θέλαμε πυκνότερα κι εντονότερα, προσαρμοσμένα στα σύγχρονα γούστα του ελληνικού κι ελληνόφωνου κοινού. Η ισορροπία όμως διατηρείται χάρη στο διασταλτικό παίξιμο των δύο ηθοποιών που δημιουργούν ένα άλλο παράλληλο έργο, το δικό τους μετά-κείμενο. Κι αυτό είναι απολύτως θεμιτόν κι ευκταίον σε μια θεατρική παραγωγή που ενδιαφέρει το κοινό και θα το ενθουσιάσει.

 

Στο θεματολογικό επίπεδο, «Η περαστική» του Ζαν-Πωλ Ντενιζόν μπορεί και πρέπει να παίζεται για πολλές δεκαετίες με αυτή την ιδανική διανομή σε ετούτον τον απόλυτα ταιριαστό χώρο που φέρει το όνομα «Εκστάν». Ένα θέατρο μόνο για ψαγμένους θεατές κι αδιαμφισβήτητες επιτυχίες. Ας το στηρίξουμε για να αντέξει στη λαίλαπα των καιρών και να μακροημερεύσουν οι άνθρωποι που το εμψυχώνουν.

Η κριτική δημοσιευμένη εδώ

Please reload

bottom of page