top of page

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΠΟ TON ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟ ΚΩΣΤΑ

29 Απριλίου 2018

Λυγρά και βωβά σήματα

Στην «Ιλιάδα» υπάρχει ένα συνταρακτικό επεισόδιο. Κάποιος ηγεμόνας θέλει να στείλει ένα εμπιστευτικό και αποκλειστικό μήνυμα σε κάποιον φίλο ηγεμόνα. Το γεγονός καταγράφεται από τους φιλολόγους ως την πρώτη μνεία στην ιστορία της γραφής. Ο ηγεμόνας γράφει το μήνυμα στο κεφάλι ενός απεσταλμένου αγγελιοφόρου αφού το ξύρισε. Αφησε έπειτα τα μαλλιά του να μεγαλώσουν και να σκεπάσουν τη γραφή και έστειλε τον μαντατοφόρο στον φίλο ηγεμόνα. Εκείνος δέχτηκε τον αγγελιοφόρο, τον ξύρισε διάβασε το μήνυμα που ήταν γραμμένο στην κεφαλή του και εν συνεχεία αποκεφάλισε τον φορέα, διότι έτσι επέτασσε το μήνυμα, αφού ο λήπτης διαβάσει το μήνυμα να εξαφανίσει τον ταχυδρόμο που έφερε τα «σήματα λυγρά», τα θανάσιμα σημάδια, τα ολέθρια γράμματα!

Αυτή εξάλλου είναι και η πρώτη μνεία της γραφής φορτισμένη με αυτήν την ανόσια χρήση της. Και είναι γεμάτη η λογοτεχνία και η ιστορία με ανάλογα περιστατικά. Εχω κι άλλοτε αναφερθεί στην κατάθεση του Ηροδότου που αναφέρει ότι οι Πέρσες μετά την ήττα στην Πλάταια έστειλαν αγγελιοφόρο στην Αθήνα που μιλώντας στη Βουλή πρότεινε, κατά διαταγή των περσών στρατηγών, ειρήνη και συμμαχία των βαρβάρων με τους Αθηναίους εναντίον της Σπάρτης.

Ο Θεμιστοκλής μόλις άκουσε την αγγελία διέταξε να αποκόψουν τη γλώσσα του μαντατοφόρου γιατί βρώμισε την ελληνική γλώσσα με απαράδεκτο μήνυμα!! Βαρβαρότητα, ομολογώ!

Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ο φρουρός που έρχεται να αναγγείλει περίφοβος όταν κάποιος έθαψε τον εκτεθειμένο νεκρό Πολυνείκη υβρίζεται από τον Κρέοντα και με τολμηρό χιούμορ του λέει αν η αγγελία του τού πλήγωσε ως ήχος τ' αφτιά ή την ψυχή.

Από την άλλη ο Φειδιππίδης, που έφερε στο Αστυ το μήνυμα της νίκης των Αθηναίων στον Μαραθώνα, μόλις κατάκοπος από την τρεχάλα μήνυσε το «Νενικήκαμεν» έπεσε νεκρός.

Στον «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ ο τρομερός ήρωας έχει αλαζονευτεί από την προφητεία ότι κινδυνεύει μόνο από άνδρα που δεν γέννησε γυναίκα και μόνο αν περπατήσει το δάσος. Ωσπου ένας αγγελιοφόρος τον πληροφορεί πως η μητέρα του πέθανε πριν τον γεννήσει και πως οι αντίπαλοί του καμουφλαρισμένοι με κλαδιά από το δάσος προελαύνουν εναντίον του.

Δεν επιθυμώ να εξαντλήσω τα λυγρά ή τα λυτρωτικά μηνύματα που φέρουν οι αγγελιοφόροι στα έργα της παγκόσμιας αφηγηματικής και θεατρικής λογοτεχνίας.

«ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟ». Πρόσφατα σ' αυτή τη θέση αναφέρθηκα εκτενώς στο «κενό» μήνυμα που περιείχε το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου. Μια ολόκληρη ανθρωποσφαγή και μάλιστα εμφύλια έγινε άλλη μια φορά για «ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη». Μια ομάδα ανταρτών επιφορτίζεται μέσα στην επικίνδυνη περιοχή που ελέγχουν οι κρατικοί στρατιώτες να μεταφέρει ένα κιβώτιο που περιέχει ένα σωτήριο μήνυμα στα φίλια στρατεύματα.

Και στην πορεία η αποστολή αποδεκατίζεται και ο μόνο ετοιμοθάνατος πληγωμένος αντάρτης παραδίδει ένα κενό κέλυφος, ένα ανύπαρκτο μήνυμα. Δυστυχώς η τραγικότερη διαπίστωση πως σχεδόν όλα τα μηνύματα για τη σωτηρία που περιείχαν θρησκείες και πολιτικά συστήματα αποδέχτηκαν βωβά, κενά περιεχομένου, απατηλά ή παραπλανητικά και αινιγματώδη.

Δεν θα διστάσω να εκφράσω την υπόθεση πως ο συγγραφέας του «Κιβωτίου», ποιητής σπουδαίος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (συνοδοιπόρος του Αναγνωστάκη, του Κατσαρού, του Λειβαδίτη, του Πατρίκιου, του Δάλλα, του Κακναβάτου, του Παπαδίτσα κ.ά.) που χρόνια μετά τον εμφύλιο έζησε ως κλοσάρ και θυρωρός στην Πανεπιστημιακή Σιτέ στο Παρίσι, όταν έγραψε το κλασικό του «Κιβώτιο» είχε δει τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο που μαζί με τη «Φαλακρή τραγουδίστρια» εγκαινίασαν την επανάσταση του θεάτρου με την εισβολή του παραλόγου στην τέχνη και την ιστορία (ως θεωρία).

Οταν ο κόσμος, κυρίως ο δυτικός, συνειδητοποίησε μετά τη βόμβα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι πού μπορεί να φτάσει η αλαζονεία της ισχύος, μπήκε σ' ένα σκοτεινό τούνελ απ' όπου, φοβάμαι, ακόμη δεν έχει βγει στο φως.

Η ποίηση μετά τη Χιροσίμα κατέφυγε για λίγο, ευτυχώς, στον λετρισμό, μια ρυθμική παράθεση ήχου και γραμμάτων χωρίς νόημα, όχι λέξεις, αλλά κραυγές. Επιστροφή στη σκοτεινή ρίζα της κραυγής, στη ζούγκλα και στην έξοδο από τον Παράδεισο.

Ολα τα νοήματα που είχε σωρεύσει ο πολιτισμός, πολιτικά, θρησκευτικά, ηθικά, επιστημονικά και οικονομικά αλλά και αισθητικά είχαν ακυρωθεί. Ο κόσμος είχε παγιδευτεί σε μια αναμονή χωρίς νόημα περιμένοντας ματαίως τον Γκοντό.

Το γηραιό ζευγάρι στις «Καρέκλες» του Ιονέσκο σε κάποια γωνιά της γης, ίσως και εκεί όπως στο «Τέλος του παιχνιδιού» μετά τον κατακλυσμό, ίσως σ' έναν απομονωμένο φάρο, αναμένει έναν αγγελιοφόρο, έναν κήρυκα, έναν πρέσβη, ένα διαπιστευμένο απεσταλμένο, να φέρει και να κοινοποιήσει ένα σωτήριο, λυτρωτικό μήνυμα, όπως το «Νενικήκαμεν» του Μαραθώνα ή την «Επί του όρους ομιλία» του Χριστού. Οπως τις διακηρύξεις της αμερικανικής, της γαλλικής και της ρωσικής επανάστασης, όπως τα κηρύγματα του Πατριάρχη Φωτίου, του Βατικανού, του Λούθηρου. Δυστυχώς η μποτίλια που ρίχτηκε στη θάλασσα κάθε φορά που βούλιαζε το πλοίο της Ιστορίας ήταν μποτίλια χωρίς μήνυμα. Ετσι και το χαζοχαρούμενο γηραιό ζεύγος του Ιονέσκο απλώνει καρέκλες για να συρρεύσει το ακροατήριο, πιστών και απίστων, ν' ακούσει και να σωθεί το μήνυμα που αναγγέλλεται και συνεχώς αναβάλλεται η έλευσή του.

Κι όταν επιτέλους ενώπιον των κενών καθισμάτων (γιατί και οι ακροατές είναι φανταστικοί ή απρόθυμοι) εμφανίζεται ο αγγελιοφόρος, είναι βωβός, μουγκός (εκ γενετής; ή του έχουν κόψει τη γλώσσα;). Το μήνυμα είναι ανύπαρκτο, το κιβώτιο κενό, η γλώσσα κομμένη.

Προσωπικά πιστεύω πως τα τρία σύντομα μονόπρακτα του Ιονέσκο, «Η φαλακρή τραγουδίστρια», «Οι καρέκλες» και το «Μάθημα», είναι ό,τι καλύτερο προσκόμισε στον θεατρικό πολιτισμό ο γαλλορουμάνος δημιουργός. Ισως διασώζεται το «Ο βασιλιάς πεθαίνει». Τα άλλα έργα του είναι και φλύαρα και πλατειάζουσες επαναλήψεις των μονοπράκτων.

Ο Κουν ήταν ο πρώτος που μας παρουσίασε τις «Καρέκλες» σε μια αλησμόνητη παράσταση πριν από πενήντα χρόνια. Ακολούθησαν πολλές ερμηνείες, πάντα αξιόλογες.

Θα μείνω όμως στην ερμηνεία, ως κύκνειο άσμα μιας σπουδαίας θεατρικής πορείας την παράσταση του Αδαμάντιου Λεμού με τον ίδιο και τη γυναίκα του Λεκού. Την είδα και στην Αθήνα και στη Χίο όταν ταξιδέψαμε με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη (που ο Λεμός είχε πρωτοανεβάσει έργο του το 1950), τον Ματθαίο Μουντέ και τον Μανιώτη για να τιμήσουμε τον βετεράνο αγωνιστή θεατρίνο της αποκέντρωσης και των αποδήμων. Τώρα για δύο χρόνια «Οι καρέκλες» παίζονταν στο θέατρο Εκστάν, στα Πατήσια, σε μια παράσταση - έκπληξη, μεγάλο μάθημα υποκριτικής και σεβασμού στο θέατρο και στη διακονία του.

Η παράσταση είναι σκηνοθετημένη από τον Ζαν-Πολ Ντενιζόν, ηθοποιό και συνεργάτη του Πίτερ Μπρουκ. Στον θίασο του μεγάλου θεατρανθρώπου ο Ντενιζόν συνεργάστηκε με τον έλληνα ηθοποιό Γιάννη Σταματίου που παίζει τον Γέρο στις «Καρέκλες» μαζί με τη σπουδαία ηθοποιό και θεατρολόγο με ευρωπαϊκές σπουδές Ελένη Παπαχριστοπούλου που έχει μεταφράσει το έργο εξαίσια.

Η Λυρίτη έκανε τα εικαστικά και ο Μαζαράκης τον φωτισμό.

Μια παράσταση λιτή και συνάμα συγκλονιστική χωρίς εντυπωσιασμούς αλλά καίρια και ουσιαστική.

Αλήθεια, έπαψε πλέον το υπουργείο Παιδείας, έστω και με επισκέψεις στο θέατρο, να μυεί τα παιδιά και στη θεατρική μέθη;

Κείμενο: Ευγένιος Ιονέσκο

Μετάφραση: Ελένη Παπαχρισ-τοπούλου
Σκηνοθεσία: Ζαν - Πολ Ντενιζόν 
Σκηνικά - κοστούμια: Μπέτυ Λυρίτη
Φωτισμοί: Παναγιώτης Μαζαράκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Καταλιακού 
Ερμηνείες: Γιάννης Σταματίου, Ελένη Παπαχρισ-τοπούλου

ΤΑ ΝΕΑ Λυγρά και βωβά σήματα

28 Μαρτίου 2018

Ένας εμβληματικός συγγραφέας γράφει ένα εμβληματικό έργο! Ο Ionesco έγραψε το έργο Les Chaises (Καρέκλες) το 1952. Ήδη από τη Φαλακρή Τραγουδίστρια ο Ionesco με όχημα το  Théâtre Nouveau κηρύσσει τον πόλεμο στο λεγόμενο Théâtre de divertissement της δεκαετίας του 1940.
 

Ο  Ionesco προκαλεί με μοιραίο τρόπο, καθώς επιτίθεται στο παραδοσιακό μέσα από μια γραφή που αγκαλιάζει ολέθρια τα όνειρα και την ψυχαναλυτική διερεύνηση της συνείδησης, μέσα από την παρωδία της συμβατικότητας, της λογικής, της πραγματικότητας.

Αυτή η ολέθρια εφόρμηση της παρωδίας που αναμοχλεύει τη συνείδηση είναι το υπόβαθρο του Les Chaises∙ o συγγραφέας αντιμετωπίζει με μη ρεαλιστικό τρόπο θέματα ρεαλιστικά που άπτονται της αναπόφευκτης οδύνης που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη παρουσία, όπως η αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να αδράξει την τελειότητα, η πάλη καλού και κακού, το χρώμα της αμαρτίας, ο θάνατος ως απόλυτο κενό, οριστικό τέλος, αιώνια ανυπαρξία στο αιώνιο του σύμπαντος.

Η υπόθεση αφορά ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, οι οποίοι, αποκομμένοι και απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο κατοικούν σε ένα πουθενά που δεν κατονομάζεται, έχοντας τον διακαή πόθο να μεταφέρουν ένα μήνυμα μεσσιανικού χαρακτήρα στην ανθρωπότητα∙ οι καλεσμένοι δε φτάνουν ποτέ και το ζευγάρι, ηλικίας 94 και 95 χρονών, μιλά ακατάπαυστα μπροστά στις άδειες καρέκλες χωρίς να κατορθώσει να διατυπώσει αυτό το πολύτιμο μήνυμα. Το έργο ολοκληρώνεται με τον εκούσιο θάνατο του ζευγαριού.

Ο Ionesco υλοποιεί μια ποιητική του παραλόγου, ανασαλεύοντας ευφάνταστους συμβολισμούς, εφιαλτικές απειλές, φαντασιακά οράματα και απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα το άρωμα της τραγικής μοίρας μιας ελπίδας, που σβήνει. Τα φαντασιακά οράματα και οι ολέθριοι συμβολικοί συνειρμοί αποκαθηλώνουν το ασυνείδητό μας, του ξεκολλάν τη σάρκα και το παρουσιάζουν μπροστά μας σαν τον νεκρό στρατιώτη του Tennyson, Home they brought her warrior dead.
Γύρω από την αλλόκοτη ιστορία του ζευγαριού, λικνίζεται βασανιστικά αυτό το ασυνείδητο με τη μορφή των καθισμάτων που γεμίζουν τη σκηνή∙ περιδινούνται  φόβοι, εμμονές, ανεκπλήρωτοι πόθοι, παλαιές θλίψεις, ολέθρια βιώματα, επιθυμίες εκδίκησης, αρχέγονες αγωνίες, προσωπικές ματαιώσεις, αφόρητα ουρλιαχτά που καταπίνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Οι κενές καρέκλες πολλαπλασιάζονται ταχύτατα, απειλητικά – άλλωστε ο Ionesco θεωρείται εκείνος που επινόησε τον μηχανισμό του πολλαπλασιασμού (prolifération) – καθώς οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι τις ανασύρουν στη σκηνή, σα να ανασύρουν την κενότητα της ζωής τους∙ και κάπου εκεί συνειδητοποιούν την ανυπαρξία του νοήματος, ή μάλλον την αδυναμία επικοινωνίας του νοήματος που σηματοδοτεί και τον θάνατο του νοήματος, της σημασίας, της ίδιας της ζωής. Το νόημα βουλιάζει και ασφυκτιά σε μια εφιαλτική ασυναρτησία, συμβολίζοντας το τέλος της σχέσης σε κάθε της μορφή, τον θάνατο εκείνης της απαντοχής που πεθαίνοντας ουρλιάζει δεν επικοινωνώ άρα δεν υπάρχω.


ΟΙ ΚΕΝΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ

ΤΑΧΥΤΑΤΑ, ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ!
 

Ο Jean–Paul Denizon χειρίζεται με ενσυναισθητική ευφυΐα αυτήν την κραυγή που είναι εγκλωβισμένη στο ιδιαίτερο αυτό έργο του Théâtre Nouveau και αναμετράται επάξια με τον Ionesco, ενώ ο θεατής αντιλαμβάνεται την εσωτερική οικειότητα που συνδέει σκηνοθέτη και δραματουργό. Ο σκηνοθέτης τονίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης όπως της αρμόζει, ανθρώπινα!

Η οπτική του ανασαλεύει με τρυφερότητα, απλότητα, ωριμότητα και δυναμική ευρηματικότητα κάθε πτυχή του ανθρώπινου ασυνείδητου, το οποίο αποδομεί σταδιακά ενώ ταυτόχρονα μας παρασύρει σε μια μέθεξη∙ φωτίζει την άλλη πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού, εκείνου του τραγικά γκροτέσκου και παράλογα γελοίου, αλλά ανατριχιαστικά αληθινού, υπαρξιακού ερέβους που καλύπτει με την παγωμένη πνοή του το επερχόμενο επέκεινα.

Οι χαρακτήρες του έργου (Γιάννης Σταματίου και Ελένη Παπαχριστοπούλου) ζούνε την κάθε στιγμή της παράστασης με απαράμιλλη αλήθεια και πάθος, στέκονται με ωριμότητα πάνω στη σκηνή και αξιοποιούν στο έπακρο το ιδιαίτερο ύφος του θεάτρου του Ionesco. Χειρίζονται με εσωτερικότητα το παράλογο του λόγου και της γλώσσας, το πικρό – ενίοτε γκροτέσκο –  χιούμορ, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται με τρυφερότητα, αποφεύγουν κάθε μορφή υπερβολής, ενώ ενίοτε συγκινούν το κοινό με μια υποκριτική βαθιά ανθρώπινη, λυγμική, καυτηριάζοντας τη ζωή με έναν ανεπαίσθητα απελπισμένο κυνισμό.

Η μετάφραση της Ελένης Παπαχριστοπούλου μάς αγγίζει και μας συγκινεί με την επικοινωνία των σημασιών που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα. Τα  σκηνικά της Μπέτυς Λυρίτη είναι όσο πρέπει λιτά, εξυπηρετώντας τον κατακλυσμό της σκηνής από τις καρέκλες, το νοηματικό όχημα του έργου, ενώ τα κοστούμια, της ιδίας, απλά και διαχρονικά προβάλλουν – και τονίζουν –  την εξίσωση μεταξύ κοινού και ηθοποιών. Ο φωτισμός του Παναγιώτη Μαζαράκη, τέλος, τονίζει τα καίρια νοηματικά κέντρα του έργου.

Δε γνωρίζω κατά πόσον η λογική είναι η τρέλα των δυνατών, όπως ισχυρίστηκε ο Ionesco, ωστόσο μέσα από το έργο του αντιλαμβάνεται κανείς ότι πράγματι είχε δίκιο όταν δήλωνε ότι η γλώσσα είναι ακατανόητη γιατί οι άνθρωποι δεν µιλούν για τα σηµαντικά. Είναι στη φύση μας, ενδεχομένως, να απωθούμε τα σημαντικά, καθώς έτσι ξορκίζουμε τους φόβους μας, με ένα αποτροπαϊκό – παιδιάστικο – χαμόγελο∙ κι αυτή είναι η δυστυχία μας, εκείνη η παράλογη και γκροτέσκα αίσθηση μίας απόδρασης από το αναπόφευκτο, της γελοίας, αλλά αδήριτης, ανθρώπινης ανάγκης να πιστέψουμε ότι αυτό που απωθούμε δεν υπάρχει για να μας κατακλύσει, να μας πνίξει, να μας οδηγήσει στο επέκεινα.

Ανεπαίσθητα, όμως, κάποια στιγμή, οι καρέκλες θα κατακλύσουν τον οίκο μας, τόσο πολύ που θα μας ακινητοποιήσουν στο αδιαχώρητο της θνητότητάς μας και θα μας πνίξουν. Και τότε, θα συνειδητοποιήσουμε ότι εκείνοι οι βάρβαροι που περιμέναμε δεν ήρθαν και μας άφησαν μόνους να φτεροκοπούμε απεγνωσμένα αναζητώντας μια λύτρωση που είναι αγκιστρωμένη στη μήνη και την ορμή του πόνου, μία λύτρωση που ίσως δεν έρθει ποτέ.

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.

Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,

και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΕΡΤ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16/03/2018

ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΣΤΑΝ // «ΟΙ ΚΑΡΕΚΛΕΣ» του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΙΟΝΕΣΚΟ Σκηνοθεσία: Ζαν-Πωλ ΝΤΕΝΙΖΟΝ
 

Σε ένα master class υποκριτικής τέχνης ο ηθοποιός Γιάννης Σταματίου απογειώνει τον διεισδυτικό θεατρικό λόγο του Ευγένιου Ιονέσκο και την «έξυπνη» σκηνοθεσία του Ζαν-Πωλ Ντενιζόν, για πολλά χρόνια συνεργάτη του Πήτερ Μπρουκ. Στην παράσταση ΟΙ ΚΑΡΕΚΛΕΣ μαζί με τον Γ.Σ. στη σκηνή βρίσκεται σαν αύρα δροσερή στο χάος της ασημαντότητας των πραγμάτων και μιας αγάπης παντοτινής που απομένει από το εφήμερο των πραγμάτων, η ηθοποιός και θεατρολόγος Ελένη Παπαχριστοπούλου.  Για μένα, μία περασμένη Κυριακή που βρήκα επιτέλους την ευκαιρία να αποδεχτώ την πρόσκληση της αγαπημένης πρώην «συμμαθήτριας» της Δραματικής Σχολής «Περίακτος» του Β. Ρίτσου, ήταν όλα έκπληξη!
 

ΚΑΙ το θέατρο ΕΚΣΤΑΝ, ένας πολυχώρος έκφρασης επί της Καυταντζόγλου 5 που είναι μία υπέροχη και παράτολμη πρωτοβουλία για την Ελένη και τον Γιάννη να στεγάσουν τη δουλειά τους και το πάθος τους, ΚΑΙ η παράσταση - τόσο κομψά φτιαγμένη να λέει με ανάλαφρο και κωμικό τρόπο σπουδαία πράγματα για την ασημαντότητα της ύπαρξης αλλά ΚΑΙ ο κόσμος που βρισκόταν εκεί: ζεστός, ορεξάτος για θέατρο και επικοινωνιακός στην ουσία του. Αυτό ήταν που αισθάνθηκα περισσότερο από όλα εκείνη τη βραδιά: την ΟΥΣΙΑ των πραγμάτων από τη απλή είσοδο ενός θεατρικού χώρου μέχρι την ειλικρινή επικοινωνία με τους πρωταγωνιστές και τους θεατές με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μετά από μία σχεδόν αριστουργηματική παράσταση.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΣΟΦΙΑ ΚΟΤΣΑΛΑΡΑ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 09/03/2018

Ο "παράλογος" Ιονέσκο, μέσα από τους Γιάννη Σταματίου και Ελένη Παπαχριστοπούλου. Μας παρουσιάζουν τις "Καρέκλες". Ένα έργο βγαλμένο μέσα από κάθε άνθρωπο που κάτι θέλει να αφήσει πίσω του αλλά ξεχνιέται στο πέρας του χρόνου και είναι σαν να μην υπήρξε.
 

Το έργο μας διαδραματίζεται σε έναν πύργο, στη μέση ενός νησιού, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, με μόνη ανθρώπινη ύπαρξη ένα ζευγάρι γέρων. Όπως καταλαβαίνουμε, είναι ένα ζευγάρι ανθρώπων που ζουν μαζί τα τελευταία 75 χρόνια. Αυτός είναι ο θυρωρός του κτηρίου, παρόλο που δεν ζει κανείς άλλος πια εκεί. Ένας άντρας σαν όλους τους άλλους άντρες της εποχής του. Είναι αυτός που σκέφτεται και έχει να μεταδώσει ένα βαρυσήμαντο μήνυμα στην κοινωνία. Η γυναίκα του, σαν όλες τις άλλες γυναίκες της εποχής της, είναι νοικοκυρά από τις λίγες, προσέχει τον άντρα της και του επισημαίνει πόσο έξυπνος είναι και ότι θα μπορούσε να έχει κάνει πολλά πράγματα στη ζωή του. Έχει φτάσει όμως μια πολύ σημαντική ημέρα. Αυτή τη μέρα περιμένουν αντιπροσώπους από όλο τον κόσμο για να ακούσουν αυτό το τόσο σημαντικό μήνυμα που έχει ο γέρος. Περιμένουν και έναν ομιλητή, ο οποίος είναι υπεύθυνος να ακουστεί το μήνυμα του γέρου, καθώς αυτός δεν είναι πολύ καλός με τα λόγια. Το κουδούνι του σπιτιού αρχίζει να χτυπάει, καρέκλες εμφανίζονται στη σκηνή, αλλά οι καλεσμένοι είναι αόρατοι! Οι γέροι πιάνουν την κουβέντα μαζί τους σαν να είναι όντως εκεί. Ο χώρος γεμίζει με άδειες καρέκλες, οι δύο γέροι χάνονται στο πλήθος, η αγάπη όμως που τους ενώνει θα τους φέρει πάλι κοντά. Το τέλος αρχικά φαίνεται αναπάντεχο, αν το σκεφτείς όμως, τίποτα άλλο δε θα μπορούσε να έχει συμβεί.
 

Ο Γιάννης Σταματίου και η Ελένη Παπαχριστοπούλου μας δείχνουν αυτό ακριβώς που ήθελε να πει ο Ιονέσκο με το έργο του. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Παίζουν με τόσο απλό τρόπο, χωρίς φανφάρες και το αποτέλεσμα είναι μοναδικό. Ανάμεσα στους ηθοποιούς βλέπουμε την οικειότητα και την αγάπη του ζευγαριού να απλώνεται στη σκηνή σε ένα πολύ απλό σκηνικό, που δεν σε αποσπά από τον κύριο στόχο του κειμένου, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στο κείμενο ο ομιλητής είναι κανονικός άνθρωπος, ο Ζαν Πωλ Νενιζόν όμως επιλέγει να είναι ένα ομοίωμα για να τονίσει ακόμα περισσότερο το ποσό ασήμαντη είναι η ύπαρξη του ανθρώπου.
 

Άδειες καρέκλες δίχως ανθρώπους, ένα μήνυμα που δε θα μεταδοθεί πότε και μια αγάπη τόσο δυνατή που ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να την τελειώσει. Γιατί, όπως έλεγε και ο Ιονέσκο, "Δεν υπάρχουν στον κόσμο παρά μόνο δύο ουσιώδεις έννοιες.
 

Ο έρωτας και ο θάνατος. Αυτό σημαίνει ότι ο έρωτας μπορεί να καταργήσει το θάνατο". Μια παράσταση που όλοι πρέπει να δουν, καθώς τα θέματα που θίγει ο Ιονέσκο θα μας απασχολούν για πολλά χρόνια ακόμα και οι ηθοποιοί της συγκεκριμένης παράστασης τα παρουσιάζουν στο κοινό με τόσο εύγλωττο τρόπο που δεν θα αφήσει κανένα θεατή με απορίες, αλλά με προβληματισμούς.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΑΝΤΖΕΛΑ ΥΖΕΪΡΑΙ

ΠΕΜΠΤΗ 08/03/2018

Βουτιά στο μαύρο κουτί της θάλασσας – «Οι Καρέκλες» 
 

Ζωή… πραγματική; Ουσία; Νόημα; Υπαρξιακή αξία; Πονάς μόλις πεθαίνεις, ώσπου ο θάνατος δεν απωθείται από τη ζωή. Αέναος πόνος ψυχής, στην κατάληξη το κενό, σε λασπόνερα αποπνίγεται ο άνθρωπος, ο γηραιός.

Κοιτά από το παράθυρο το θολωμένο νερό και κάτι ξεχάστηκε, κάτι μετέωρο στη ζωή του, μια αμπάλωτη καρδιά και ερωτηματικά να κυνηγούν μιαν εικόνα, σαν εκείνη που κάτι ήταν, που δε τους λησμονούσαν, έστω κάπου ήταν χρωματισμένα τα πρόσωπά τους, μαραμένα.


Θα μπορούσαν να είχαν γίνει κάτι άλλο, ίσως λίγο ενδοξότεροι, όμως, στην πλήξη ανάβλυζε η αγάπη, η φροντίδα, η έγνοια, και ο φόβος της απώλειας που ένιωθαν οι αιωνόβιοι αυτοί άνθρωποι.

Ένα παιδί, στον κορμό των λογισμών τους, χοροπηδούσε πάνω σε σπασμένο κουκλοθέατρο, εκείνο που  έπαιζε τον «Φεβρουάριο» ή το «Λοιπόν, γελά… σαμε», ιστορίες παλιές, που η Σεμίραμις δεν κουραζόταν ποτέ να τις ακούει, ήθελε μονάχα να ακούει την φωνή του να μην συνθλίβεται, ξέρουν, όμως, πως φαντασία οδεύει προς την ολάκερα απλωμένη θάλασσα των αστεριών, κάποιου ουτοπικού νησιού, ή παράδοξης μελωδίας στο κύμα που πλαντάζει, κλαίει, χάνει το μπλε του χρώμα και σβήνει μόλις οι λάμπες του σπιτιού του γηραιού ζευγαριού φωτοβολούν από ευτυχία ανθρώπων, που κάτι σήμαιναν, ή το τίποτα υπηρετούσαν.
 

Η Σεμίραμις κι ο γηραιός άνδρας, σε ένα απόμακρο νησί από τον διάφανο κόσμο που δεν αντανακλά τη σιωπή των ζώντων, κοίταξαν ο ένας το πρόσωπο του άλλου, και κάτι σαν μια παραξενιά χαράχτηκε στις άκρες των ρυτιδιασμένων τους χειλιών, ένα πικρόγλυκο δάκρυ έσταξε και στέγνωσε στο μάγουλο, και τότε έγιναν δύο υπάρξεις που αλληγορούν πατώντας στο δοκάρι της ματαιωμένης αλήθειας, όμως, η λογική εναποθέτει τη δική της «αγνή» μελαγχολία, όταν ονομάζουν αυτόν τον ολοκάθαρο συμβολισμό ως θέατρο του παραλόγου.
 

«Τρέξε Σεμίραμις, τρέξε σκατούλα μου, δεν αρκούν οι καρέκλες για τους φίλους μας», ήταν, όμως, φίλοι;
 

Θυμήθηκαν τον γιό τους, πως κι εκείνος είχε φύγει μακριά, δεν γύρισε ποτέ να δει τους γονείς του, μόνο από κάτι γνωστούς μάθαιναν νέα του πως ήταν ζωντανός, άξιος πατέρας, σπουδαίος στη δουλειά του, και οι γονείς του; Χάθηκαν με τη μνήμη του σε ένα αγεωγράφητο νησί.

Έτσι σφίγγεις για λίγο τις γροθιές σου όταν ο γηραιός αποζητά τη νεκρή του μητέρα. Είχε πει πως θα επέστρεφε, πως στο νεκροκρέβατο του νοσοκομείου θα της έσφιγγε το χέρι, θα μιλούσαν έως να λευκοντυθεί με τα χρώματα της ημέρας  ο ουρανός, κι όταν αποκοιμηθεί η μορφή της στο αιώνιο κοιμητήριο των ψυχών, θα τις φιλήσει το μέτωπο και κάπως όμορφη θα την θυμάται. Δε γύρισε ποτέ, κι αυτό σαν κομπόδεμα συσφίχτηκε στο στέρνο του. Και τώρα τον ενοχλεί, πολύ τον βασανίζει: «Μαμά, που είσαι μαμά, μαμά, μαμά, φύγε Σεμίραμις, δεν είσαι εσύ η μαμά μου, μαμά, μαμά». Και εκεί σπάει και θρυμματίζεται η καρδιά του ανθρώπου που θωρεί, ακούγονται τα τριμμένα γυαλιά μιας κρυστάλλινης, εύθραυστης συνείδησης.

Σε έναν αντίλαλο από έναν μακρόσυρτο λαβύρινθο, φτιάχνεις μια κόρνα πλεγμένων χεριών και φωνάζεις: «Ιονέσκοοοο, Ιονέσκοοο». Σε ακούει. Τον ακούς. Και κάπως έτσι πλάθεται ένα όνειρο ανοιχτών οφθαλμών. Ξενυχτισμένος, με τη λάμπα να φωτίζει το μισοσκόταδο δώμα, θωρείς και αισθάνεσαι, γελάς λίγο, όμως, τα αναφιλητά φέρουν ένα παραμιλητό και μια ασυναρτησία στα χείλη, σαν να βουτάς γυμνός στο νερό και να σε ξεβράζει ντυμένο η θάλασσα στα ρηχά νερά που δεν ένιωθες στο στέρνο, αλλά, στα πέλματά σου. Όλα τότε άρχισαν να αιωρούνται.

Ήθελε κάτι πολύ να το πει ο Ευγένιος Ιονέσκο. Όσοι τον άφησαν καρπώθηκαν και σώπασαν μαζί με τη σιγή των ηρώων. Όσοι τον αρνήθηκαν; Τη δική τους άγνοια και ρηχότητα την σκέπασαν με λόγια όπως: «Ο Ιονέσκο δημιουργεί θεατρικό παράλογο». Δεν πειράζει, το άλογο κρύβει ενδότερη σκαφή στο εύρημα της τέχνης. Πιότερα από εκείνον ποιος να νοηματοδοτήσει αυτό το έργο; «Ο κόσμος, ορισμένες στιγμές, έχω την αίσθηση ότι δεν έχει νόημα, και η πραγματικότητα, σα μη πραγματική. Αυτήν την αίσθηση του μη πραγματικού, την αναζήτηση της όντος πραγματικότητας, λησμονημένης, ακατονόμαστης -έξω από την οποία δεν αισθάνομαι ότι υπάρχω- θέλησα να εκφράσω μέσα από τα πρόσωπα του έργου που πλανιούνται μέσα στην ασυναρτησία, χωρίς τίποτα προσωπικό εκτός από τις αγωνίες, τις τύψεις, τις αποτυχίες, το κενό της ζωής τους. Όντα πνιγμένα μέσα στην απουσία του νοήματος δεν μπορούν παρά να είναι γκροτέσκο, ο πόνος τους δεν μπορεί παρά να είναι μέχρι γελοιότητας τραγικός».
 

Η Σεμίραμις, η Ελένη Παπαχριστοπούλου και ο Γιάννης Σταματίου, ο γέρος, κατείχαν την αγνότητα, την φερόμενη «αφέλεια» και το παιχνιδιάρικο βλέμμα που χάραξε ο Ιονέσκο στο χαρτί. Η κίνηση, η έκφραση, η εικόνα και η ομοίωση των ηρώων ήταν το αρτιότερο ταίριασμα στην όψη του έργου. Ετερογενή χρώμα, 

σύνθεση ήχου και κάδρου στο οπτικό πεδίο του θεατή.  Εκπνοή φόβου, εισπνοή περηφάνιας στα πρόσωπά τους. Σε μια ενσαρκώδη μετουσίωση, σε ένα πραγματικό εικόνισμα ψυχής και ηθογραφικών στοιχείων. Επιδέξιοι, με προληπτικά αντανακλαστικά στη κάθε κίνηση, στην κάθε κατάλυση της φράσης και στη μεταπήδηση της επόμενης.
 

Συναίσθημα: Λέξη σπουδαία που τιμήθηκε. Έκφραση χαράς, έκφραση λύπης, ματαιότητα σκιαγραφημένη, αποκρυπτογραφημένο αίνιγμα ορθά δομημένο, πνοές ηχηρές και πότε ηπιότερες και μια χορήγηση άλγους και έλκους που σου δίνει τροφή και ερέθισμα για αόριστους, ουδέτερους και τόσο άξιους συλλογισμούς.

Σφιχτά ζωνάρια και εκτόξευση στο πολυάστερο σύμπαν. Ο Ζαν Πωλ Ντενιζόν χρωμάτισε στο λευκό χαρτί τις μορφές, τους έδωσε όψη, υλική υπόσταση, σάρκα και οστά. Στο τέλος έσταξε λίγη μελάνη πολυσύνθετης ψυχής στις «καρικατούρες» του Ιονέσκο, αστείες μα και θλιμμένες φιγούρες.  Μαεστρικά το διαχειρίστηκε, με τη δική ιδιαίτερη προσέγγιση στάλαξε λίγο ιδιαίτερο χρώμα. Ο Ντενιζόν δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί  περισσότερο, εκείνα, αυτά είναι τα πρόσωπα του έργου. Θεατρο-δίφησε  στο κείμενο, το μελέτησε κάνοντας μια μικρή «διατριβή».

Εναρμονισμένο, ομορφοδοσμένο ερμήνευμα. Σιωπή και θόρυβος στις καρέκλες, η άφιξη του παρελθόντος, ξεπροβοδίζοντας ή καλωσορίζοντας τον κακό, το ζηλόφθονο, μια γυναίκα του παρελθόντος, ο αυτοκράτωρ, παιδιά, η εκδίκηση, ο αρχιστράτηγος και ο… πολυαναμενόμενος ομιλητής.  Φέρνει, φέρνει καρέκλες η Σεμίραμις, σκοντάφτει κάτω, πέφτει και ο γέρος, τους έσπρωξαν, τους παρέσυραν και…

Ο γέρος και η Σεμίραμις κοιτάχτηκαν για τελευταία φορά. Εκείνος κάθισε στο αριστερό παράθυρο κι εκείνη στο δεξί, ο θάνατος θα τους έπαιρνε μαζί. Είδαν την θάλασσα, κάθισαν στο περβάζι, έσκυψαν λίγο να διακρίνουν το βάθος, πολύ βαθύ, μαύρο και κενό, όπως η ζωή που πνίγει τον άνθρωπο σε μια τρύπα από μαυροντυμένους τοίχους. Βούτηξαν στο νερό, κι όπως ανούσια έζησαν, το νόημα ευρέθη σε εκείνη την ομιλία, που τόσο φοβόταν ο γέρος. Όχι απολογισμός, μονάχα ένα παράπονο:

"Ποιος τους ξέχασε έτσι; Γιατί τόσες ενοχές, γιατί τόση δυστυχία; Πριν το τέλμα, έζησαν; "

ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΟ / ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΜΠΟΥΡΑ

Δευτέρα 15/01/2018

ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΣΤΑΝ ΙΟΝΕΣΚΟ ΝΤΕΝΙΖΟΝ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

Ιονεσκικές «Καρέκλες» με πολλούς αναβαθμούς χάρη στον σκηνοθέτη Ζαν-Πωλ Ντενιζόν και τους εξαιρετικούς ηθοποιούς Γιάννη Σταματίου κι Ελένη Παπαχριστοπούλου σε μια μοναδική, ανεπανάληπτη, λοξή αλλά και κυριολεκτική ανάγνωση, γεμάτη συμβολισμούς και τολμηρές ερμηνείες ενός έργου που έχει χαράξει τον Δυτικό Πολιτισμό στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
 

Γυρνώντας και ξαναγυρνώντας στα ίδια πολυεπίπεδα λογοτεχνικά δραματικά κείμενα, με το πλούσιο υπόστρωμα και τον αχανή συμβολοφόρο ορίζοντα, εκείνα που βυθίζουν βαθιά τις ρίζες τους στο Συλλογικό Α-συνείδητο, εκείνα που δεν εξαντλούνται και δεν ξεπερνιούνται ποτέ… είναι σα να ξαναγυρίζεις στην πατρίδα σου μετά τον περίπλου του Οδυσσέα στο τότε γνωστό σύμπαν.

Βλέποντας την ίδια παράσταση βελτιωμένη αλλά ουχί απαραιτήτως κι επηυξημένη, αφού ήταν απολύτως πιστή στο πρωτότυπο κείμενο, όπως το μετέπλασε η Ελένη Παπαχριστοπούλου με σεβασμό στο περίφημο «παράλογο» πνεύμα του συγγραφέα, ο οποίος τολμάει να αποδομήσει τον παρηκμασμένο και ληγμένο (;) ήδη από τα μέσα του εικοστού αιώνα Δυτικό Πολιτισμό, μέσα από ένα «αθώο» παιδικό παιχνίδι που επαναλαμβάνουν κάθε βράδυ δύο απομονωμένοι, ψιλο-ανοϊκοί (;) μη προνομιούχοι και «αποτυχημένοι» εν πολλοίς (εσωτερικώς και κοινωνικώς) γέροι.

Αυτή η αντεστραμμένη οπτική των μικρομέγαλων παιδιών που υποδυόμενοι τους μεγάλους προβάρουν ρόλους και μάσκες προκειμένου να επιτύχουν στη σταδιοδρομία τού «εγώ» μέσα στο αχανές, απρόβλεπτο και ρευστό θέατρο που λέγεται «κόσμος» (εκείνο το βαλτωμένο, θολό και ματωμένο τοπίο που αναγκάζει τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ να αποφανθεί στη «Ναυτία» του πως «η Κόλαση είναι οι άλλοι» και κάθε έφηβος παλεύει με νύχια και με δόντια να αποφύγει την ένταξή του σε αυτή την αποτρόπαια αρένα)… εδώ δίνεται αντιστρόφως: από το μέλλον προς το παρελθόν. Εδώ όλα έχουν τελειώσει και οι γέροι έχουν ξεφτίσει, τα όνειρά τους έχουν κουρελιαστεί, η αποτυχία τους είναι δεδομένη, η απαξίωσή τους απόλυτη, η φτώχεια, η μιζέρια και η μοναξιά σχεδόν αυτοκτονική, όμως…. Το παράλογο εκείνο μηχανάκι του εγώ που απαιτεί ακόμα και την τελευταία στιγμή να δοξαστεί με έναν παιδικώς εμμονικό τρόπο, τόσο που είναι πρόθυμο να θυσιάσει μερικές ώρες, μέρες ή χρονάκια επιβίωσης προκειμένου να λατρευτεί από τους επιγενόμενους ως ήρωας και μάρτυρας και ν’ αφήσει το όνομά του στην ταμπέλα ενός δρόμου, όσο στενοσόκακο κι αν είναι, όσο αδιέξοδο κι αν τυγχάνει… αυτή η καλοποτισμένη και καλοδιατηρημένη ματαιοδοξία αναγκάζει το Σεφέρη να παρατηρήσει στον «Βασιλιά της Ασίνης» ότι ακόμα και το όνομά μας θα σβήσει ο ανεμοστρόβιλος τού Χρόνου, όμως αυτό δεν το ξέρουν οι μικροαστοί, κι αν το ξέρουν δεν το συλλογίζονται κι αν το συλλογίζονται δεν τους αρέσει να το θυμούνται… Πάνω σε αυτή την «τρέλα», πάνω σε τούτη την ομαδική ψύχωση είναι χτισμένο αυτό το παραλήρημα για δύο (“follie à deux” ή και “follie en deux”, θα το λέγαμε αυτό στα γαλλικά), αφού το ανδρόγυνο με την πάροδο του χρόνου έχει συγχωνευτεί εις σάρκα μία, τέρας με δύο ράχες και δυο φωνές, που κόβουν και ράβουν όμως την ίδια φράση ξανά και ξανά. Η επαναλητπικότητα της ατάκας, η μονοτονία του λόγου, το «παράλογο» της επικοινωνίας… όλ’ αυτά δεν σημαίνουν αναγκαστικώς και την απουσία κοινωνουμένου νοήματος. Το μήνυμα υπάρχει, καλά κρυμμένο, αλλά εναργές: παρατήστε την μπεκετική έρημο της «Πράξης χωρίς Λόγια», μην περιμένετε κανέναν «Γκοντό», πάρτε το «μάθημά» σας, τολμήστε να τραγουδήσετε ακόμα κι αν είστε φαλακροί χωρίς να ψάχνετε περούκες, βγείτε έξω κι επικοινωνήστε με τους άλλους… επειγόντως… δείξτε αγάπη, αλληλεγγύη, ασκηθείτε στην ανοχή, στην ενσυναίσθηση, αλλιώς τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης, τα οράματα των Διαφωτιστών θα μείνουν απλώς μπρούτζινα γράμματα κουτσουλισμένα από τα περιστέρα. Η Ελευθερία κι η βιωμένη Ισότητα, η πραγματωμένη Δικαιοσύνη, η δικαιωματική αδελφοσύνη όλων μας είναι κληρονομικό δικαίωμα κι όχι απαίτηση… Επομένως, «λογικευτείτε, ελάτε στα συγκαλά σας γιατί χανόμαστε!!!». Και ποιος καλύτερος τρόπος θα μπορούσε να βρεθεί γι’ αυτό από το ομοιοπαθητικό, ψυχοθεραπευτικό στην υπερβολή του «παράλογο»;

Η άνοια (και μάλιστα η νεανική) είναι κάτι που φοβούνται όλοι οι μεσήλικες. Στις «Καρέκλες» βλέπουμε την πολιτισμικώς θεσπισμένη άνοια να μας χτυπάει την πόρτα από τα πρώτα παιδικά μας χρόνια και για να ξορκίσουμε αυτόν το Φόβο γελάμε με τα γεροντάκια σε αυτό το έργο του Ιονέσκο.

Αριστουργηματική η παράσταση στο θέατρο «Εκστάν». Υποδειγματική η σκηνοθεσία από τον Ζαν-Πωλ Ντενιζόν φώτισε το έργο όπως ούτε κι ο ίδιος ο Ιονέσκο δεν θα είχε τολμήσει να ελπίσει.

Εκπληκτικώς εύπλαστοι και μελετημένα παιδαριώδεις οι ηθοποιοί Γιάννης Σταματίου κι Ελένη Παπαχριστοπούλου σε ένα ντουέτο που θα παίζουν για πολλά, πολλά χρόνια ακόμα!!!

 

Όλοι οι συντελεστές αξιέπαινοι!

Από την ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Κυριακή 28/01/2018

ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Η μεγάλη ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ (Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Ποίησης 2013, Μέγα Βραβείο Γραμμάτων 2015), έγραψε ένα κείμενο για την παράσταση του έργου «Οι καρέκλες» του Ιονέσκο που παρακολούθησε στο Εκστάν, την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018.  Το δημοσιεύουμε για δυο λόγους: Όχι μόνο γιατί το βλέμμα της βοηθάει στο να φωτιστεί ακόμα περισσότερο το έργο και η παράσταση, αλλά και για να κρατηθούν στη μνήμη τα λόγια της.

Καρέκλες, καρέκλες, η μόνη αληθινή πραγματικότητα, σ’ έναν κόσμο που ζούμε τραγικής αληθοφάνειας.

Καρέκλες σπασμένες, καρέκλες αναποδογυρισμένες, στοιβάζονται γυμνές και παλιωμένες ενώ υποτίθεται ότι φιλοξενούν σπουδαία πρόσωπα.

Οι δυο άνθρωποι ο άντρας και η γυναίκα ζουν κατασκευάζοντας μια ζωή, αφού η δική τους δεν είχε ποτέ κανένα νόημα, και ο πόνος τους δεν μπορεί παρά να είναι  «πόνος μέχρι γελοιότητας τραγικός».  Και ο θεατής διχάζεται συνέχεια ανάμεσα στο γέλιο και τη θλίψη, σ’ αυτή τη μοναδική παράσταση του θεάτρου Εκστάν, όπου οι δύο εξαιρετικοί ηθοποιοί, ο Γιάννης Σταματίου και η Ελένη Παπαχριστοπούλου φαίνονται βαθιά βυθισμένοι σ’ αυτή την υπαρξιακή διπροσωπία                                                                                          

ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΟ / ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΜΠΟΥΡΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ 04/12/2016

Το να έχει δουλέψει χρόνια με τον Πήτερ Μπρουκ και να έχεις συνεργαστεί μάλιστα στη θρυλική «Μαχαμπαράτα» του είναι ήδη μία καλή αφετηρία εκκινήσεως από ένα​​ εξ ορισμού υψηλό επίπεδο, ειδικά όταν ανεβάζεις ένα έργο του Ιονέσκο που παίζεται συνεχώς εδώ και 60 χρόνια στο θεατράκι του Σαιν-Ζερμαίν- ντε-Πρε, λοξά απέναντι από την Παναγία τών Παρισίων… κι επιπλέον να συνεργάζεσαι με μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια θεατρικών σπουδών από το περίφημο Paris III (La nouvelle Sorbonne)… η οποία δημιουργεί ένα συνταρακτικό ντουέτο με τον σύζυγό της Γιάννη Σταματίου, εεε, τότε τα πράγματα είναι κάτι περισσότερο από ειδυλλιακά. Αγγίζουν σχεδόν το τέλειο!!!

Απόλαυσα για πολλοστή φορά το συμβολικά φορτισμένο έργο με τους παραβολικούς καθρέφτες, που δεν στάθηκε μεν ικανό να χαρίσει στον εμπνευστή του ένα Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (τι σημασία έχει;), όμως [μαζί με το «Μάθημά» του τον κατέστησε αγαπητό στους θεατρόφιλους όλου του κόσμου ανά τους αιώνες. Δεν υπερβάλλω! Κυριολεκτώ. Το θεατρικό έργο του Ιονέσκο έχει ήδη σπάσει το φράγμα του Χρόνου, είτε εντάσσεται στον τεχνικό όρο «Θέατρο του Παραλόγου» είτε απλώς εκληφθεί ως συμβολική παραβολή για την αλλοτρίωση και την απ-ανθρωποποίηση του κατώτερου εργατικού δυναμικού, που δεν έχει καμία πρόσβαση στην ουσιαστική μόρφωση και δέχεται απλώς εξειδικευμένη αποσπασματική εκπαίδευση, η οποία όμως δεν είναι – φευ – και Παιδεία.

Αυτό το θέμα είναι διαχρονικό, όσο υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο κι η ανάγκη του αβέβαιου, ανασφαλούς όντος να κρατηθεί από κάπου, να πιστέψει σε κάτι προκειμένου να ανακόψει τη φυσική του πορεία προς την αυτοκαταστροφή και το Χάος τής υπαρξιακής αγωνίας που γεννάει ο τρόμος τού Κενού μπροστά στον αναπόφευκτο Θάνατο χωρίς να έχεις ζήσει, χωρίς να έχεις εξελιχθεί, χωρίς να έχεις δημιουργήσει, χωρίς να έχεις αφήσει ένα ίχνος πίσω σου, χωρίς να έχεις συμβάλει – έστω και κατ’ ελάχιστο – στην πρόοδο τής Ανθρωπότητας προς την Αυτογνωσία, που είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για την κατάκτηση τής Ελευθερίας. Τίποτα δεν χαρίζεται. Όλα κατακτώνται. Ακόμα και το Ά-λογο της ύπαρξης. Μόνον μέσα από τη συνειδητοποίηση της γελοιότητας της ύπαρξής του ο Άνθρωπος αγγίζει το «Πρώτο σκαλί» τής Σοφίας (για να παραπέμψουμε στο πασίγνωστο ποίημα τού Καβάφη).

 

Ο Ζαν-Πωλ Ντενιζόν, με πλούσια θεατρική πείρα, και δίπλα στον Πήτερ Μπρουκ, σκηνοθετεί την Ελένη Παπαχριστοπούλου και τον Γιάννη Σταματίου ως δύο τραγικούς κλόουν και διδάσκει τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο ως μυστικιστικό δράμα με αποχρώσεις θρησκευτικότητας ή, έστω, εσωτερισμού. Αυτός ο απροσδόκητος φωτισμός αυτού του κρυπτικού κειμένου αναδεικνύει άλλα βαθιά υποστρώματά του και μας αναγκάζει να ψάξουμε στο «υπό-κείμενο» (sous-texte) για πολύτιμους κρυμμένους θησαυρούς από την μακραίωνη περιπέτεια τού Ανθρώπου με μόνο σκοπό και στόχο την τελείωση που περνάει μέσα από τον εξαγνισμό και την κάθαρση του Συλλογικού Ανθρωπίνου Υποσυνειδήτου. «Η Αλήθεια θα μας λυτρώσει». Και μαζί μ’ εμάς τη Γη, αυτόν τον πανέμορφο πλανήτη που μας φιλοξενεί και μας αντέχει. Ο Ιονέσκο είναι μεγάλος, γιατί μέσα από απλό, καθημερινό λόγο με ευτελισμένες και ρηχές, φθαρμένες λέξεις αγγίζει τον υψηλό κόσμο τής Ποιήσεως. Και γι’ αυτό είναι αθάνατος και το έργο του διαχρονικό. Μην χάσετε τηναπολαυστική αυτή παράσταση στον ζεστό, σχεδόν οικείο χώρο τού Εκστάν. Εκεί θα νιώσετε σα να επιστρέψατε μόλις στην Εστία, στην καβαφική «Ιθάκη»

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΟΡΟΒΕΣΗ

ΣΑΒΒΑΤΟ 10/12/2016

Το ποσοστό της φτώχειας στη χώρα μας δεν επιτρέπει κανέναν πολιτισμό. Πολιτισμός είναι η τέχνη να κυβερνάς χωρίς εξουσία. Εντούτοις στο περιθώριο αυτής της κοινωνίας δημιουργούνται θαυμαστά πράγματα. Μουσικές, θέατρα, χορευτικά, βιβλία κ.λπ., που τα κατεστημένα ΜΜΕ αγνοούν πανηγυρικά. Και τα μαθαίνεις συμπτωματικά. 'Ετσι είδα τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο, στο θέατρο Εκστάν (Καυταντζόγλου 5 και Πατησίων). Αν και το έργο είναι κάπως γερασμένο, η παράσταση ήταν αριστουργηματική και άνετα θα μπορούσε να παιχτεί σε οποιαδήποτε διεθνή σκηνή. Πώς εξηγείται αυτή η έκπληξη; Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν-Πωλ Ντενιζόν και οι ηθοποιοί του έργου Γιάννης Σταματίου και Ελένη Παπαχριστοπούλου, που είναι και η μεταφράστρια του έργου, όλοι έχουν θητεύσει στον Πήτερ Μπρουκ. Ο Ντενιζόν κάνει διεθνή καριέρα και ήρθε με δικά του έξοδα στην Ελλάδα. Η εκτίμηση που είχε για τους ηθοποιούς και η παλιά τους φιλία ήταν το μόνο κίνητρο για να μπει σε όλη αυτήν την περιπέτεια.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΥΓΗ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΠΟΛΕΝΑΚΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ 05/02/2017

Στον Κάρολο Κουν οφείλουμε, από τη δεκαετία του ‘60, τη γνωριμία μας με το νεότερο ευρωπαϊκό και αμερικανικό θέατρο. Ο ίδιος μάς εισήγαγε στο λεγόμενο «Θέατρο του παραλόγου» παρουσιάζοντας για πρώτη φορά τον Ιονέσκο και αιφνιδιάζοντας το ελληνικό αστικό κοινό. ΄Ηταν με τα μεγάλα μονόπρακτα: «Το μάθημα», «Οι καρέκλες», «Η φαλακρή τραγουδίστρια».

Πέρασε μισός αιώνας μέχρι να φανεί το αδόκιμο του όρου «παράλογο θέατρο», όσο πιο πολύ το αληθινό παράλογο διολίσθαινε, από τότε, στην καθημερινή μας ζωή. Ενώ για τον μέσο αστό της δεκαετίας του ‘60, το θέατρο του Ιονέσκο δεν αποτελούσε τίποτε άλλο από διασκεδαστική παραδοξολογία και χαριτωμένο σκέρτσο για να ξεφεύγει από την πλήξη της τακτοποιημένης ζωής του.

Οι διανοούμενοι της αστικής παρέας, κάπως πιο ενήμεροι στα πολιτιστικά της Ευρώπης τού κόλλησαν πρόχειρα την επωνυμία του «παραλόγου», παραβλέποντας την ουσία του. Αντίθετα με τον Μπέκετ, που υποδεχόταν ως λύτρωση από ψευδαισθήσεις την κατάρρευση του ανθρωπιστικού ιδεώδους ως θεμέλιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού (κάτι που ζούμε σήμερα σε όλη του την έκταση), ο Ιονέσκο παρέμενε ένας γνήσιος καρτεσιανός, πιστός στην παντοδυναμία της λογικής και απαρηγόρητος για τη διαφαινόμενη ανεπάρκεια του Ορθού Λόγου, αδυναμία να δώσει ένα τέλος στα προβλήματα του ανθρώπου. Σαρκάζοντας την υποκρισία της γαλλικής αστικής τάξης που εξακολουθεί να ασκεί την εξουσία της εν ονόματι του ανθρωπισμού, παρ’ ότι δεν τον πιστεύει διόλου.

 

Ο Ιονέσκο «κρεμάει», για αυτό, μονόπαντα, στην ξεφτισμένη πρόσοψη του οικοδομήματος της γαλλικής άρχουσας τάξης μια τεράστια και ανορθόγραφη, κακογραμμένη ταμπέλα με τη λέξη: «Κατεδαφίζεται». Η ειρωνεία του κρύβει έναν βαθύτερο πόνο. Το θέατρο του Ιονέσκο αντέχει στον χρόνο, δεν γερνάει, παρ’ ότι κάποιοι είχαν σπεύσει να αναγγείλουν τον πρόωρο θάνατό του.

Στις «Καρέκλες», ένα απόμαχο ηλικιωμένο ζευγάρι, πρώην θυρωροί ενός μεγάρου, περιμένουν τους «καλεσμένους» τους. Ο άνδρας πρόκειται να τους ανακοινώσει ένα πολύ σημαντικό μήνυμα, που ετοίμαζε όλη του τη ζωή. Δεν είναι, όμως, συνηθισμένος να μιλάει και έχει, για αυτό, προσλάβει έναν έμπειρο, επαγγελματία «ομιλητή» που θα εκφωνήσει το μήνυμα για λογαριασμό του. Προσμένοντάς τους, ο γέρος φέρνει ολοένα περισσότερες καρέκλες μέσα στο δωμάτιο, μέχρι που οι «καλεσμένοι» αρχίζουν να έρχονται. Αόρατοι, φαντασματικές παρουσίες, «καταλαμβάνουν» τις καρέκλες που όλο πληθαίνουν γεμίζοντας ασφυκτικά τη σκηνή, εκτοπίζοντας τους ανθρώπους, παραμένοντας συγχρόνως εφιαλτικά κενές. Για να έρθει τελευταίος ο ομιλητής, που είναι, όμως, δυστυχώς, μουγγός. Το μήνυμα μένει, έτσι, αναπόδοτο. Φανερό ότι πρόκειται για πολιτική παραβολή της σημερινής έκπτωσης του λόγου και του συγκαιρινού φιμωμένου από εξουσίες ανθρώπου. «Οι δύο γέροι έχουν παραισθήσεις, οι ανύπαρκτοι καλεσμένοι τους είναι οι αγωνίες, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες ενός ολόκληρου βίου, η ταπείνωση και η ήττα τους» έγραφε ο Ιονέσκο. Σήμερα θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι πρόκειται για την έκθεση μιας παράλληλης, «σκιώδους πραγματικότητας» που ξέφυγε από τον έλεγχο και εξελίσσεται ερήμην του ανθρώπου ή για ένα εκτροχιασμένο σύγχρονο, δραματικό «ριάλιτι σόου».

 

Στο πάντα δραστήριο θέατρο «Εκστάν», στα Πατήσια, δίνεται μια άκρως δραστική, παιγνιώδης παράσταση του εμβληματικού αυτού έργου, σε σκηνοθεσία του Γάλλου Πωλ Ντενιζόν που το αποκολλά από τη στατικότητα των συμβόλων αποδίδοντάς το στη ζωή, με στρατηγικούς παίκτες τον πολύπειρο Γιάννη Σταματίου, και την εξίσου ταλαντούχα Ελένη Παπαχριστοπούλου, που, επίσης, υπογράφει τη ρέουσα θεατρική μετάφραση. Το έργο δίνεται, σωστά, όπως πράγματι είναι, σε ύφος χρησμικής, λαϊκής λαλιάς, «από το ύψος του ματιού», πρόσωπο με πρόσωπο, με ρυθμούς ανθρώπινης ανάσας και ανάλογους βηματισμούς, δίχως περιττά θεατρικά στολίδια που «θαμπώνουν» την όραση Με τα ωραία, ευρηματικά στην απλότητά τους σκηνικά - κοστούμια της Μπέτυς Λυρίτη και τους απέριττους φωτισμούς του Παναγιώτη Μαζαράκη. Αξίζει, όντως, τον κόπο η επίσκεψη στα Πατήσια.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΡΑΝΤΟΥ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 10/01/2017

Ένα ζευγάρι υπερηλίκων που ζει απομονωμένο σε ένα μικρό νησί. Γύρω τους απλώνεται το απέραντο υγρό στοιχείο σαν σύνορο με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν δίνεται ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος. ΄Ετσι πολλαπλασιάζεται η αίσθηση της μοναξιάς και της απομόνωσης ενώ παράλληλα δίνεται μια διαχρονική διάσταση στην αίσθηση του κενού της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι δυο γέροι ζουν μέσα σε μια φαντασίωση, σε ένα χώρο έξω από τον χώρο και σε ένα χρόνο έξω από τον χρόνο. Η γριά θα επισημάνει πολλές φορές τις τρομερές, κατ΄αυτήν, ικανότητες του γέρου: «Εσύ θα μπορούσες να ήσουν αρχιστράτηγος, αν το ήθελες!». Ο γέρος ανταπαντά με δηκτικό τρόπο, αλλά με στόμφο: Μα, είμαι στρατηγός, αφού είμαι θυρωρός του κτηρίου!».

 

Σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή σχετικοποίησης της πραγματικότητας και της αλήθειας, το ηλικιωμένο ζευγάρι έχει δημιουργήσει τον δικό του ανύπαρκτο κόσμο, όπου  η κολακία της γριάς απέναντι στον γέρο είναι συνεχής (για να μας θυμίζει ότι η γυναίκα είναι πάντα κατώτερη του άντρα) αποτύπωμα της κατώτερης κοινωνικής θέσης της κάτι που φαίνεται μέσα από την ασυνέχεια του διαλόγου που κινείται  διαρκώς  από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς συνοχή και ειρμό και με διάθεση διακωμώδησης των πάντων. Ο γέρος θυμάται, ξαφνικά, ότι έχει να στείλει ένα βαρυσήμαντο μήνυμα στην ανθρωπότητα και αποφασίζει να καλέσει όλα τα σημαίνοντα πρόσωπα της «καλής» κοινωνίας για να κάνει τη μεγάλη αποκάλυψη του μηνύματός του. Αρχίζουν, λοιπόν, να καταφθάνουν οι διάφοροι καλεσμένοι, όχι όμως οι πραγματικοί, οι ζωντανοί άνθρωποι, αλλά τα φαντάσματά τους. Τους υποδέχονται εγκάρδια προσφέροντάς τους καρέκλες για να καθήσουν. Ο χώρος γεμίζει σιγά – σιγά άδειες καρέκλες δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα απέραντου κενού ή μάλλον μια μάζωξη φαντασμάτων, που κανείς δεν τα βλέπει εκτός από τους γέρους.

 

Οι άδειες καρέκλες στοιχειώνουν τη μεγάλη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή που περιμένουν για να αποκαλύψει ο γέρος το μήνυμά του στην ανθρωπότητα. Μια στιγμή που δεν θα έρθει ποτέ. Όλα τείνουν στο τίποτα. Πράξεις χωρίς νόημα, λόγια κενά χωρίς περιεχόμενο. ΄Ισως θα μπορούσαμε να προσδώσουμε κάποιο νόημα στην παρουσία του ομιλητή – σκιάχτρου που δεσπόζει στο τέλος του έργου και στέλνει  ένα διαρκές μήνυμα ανυπαρξίας μηνυμάτων.

Οι καρέκλες είναι ένα θεατρικό έργο σε πλήρη αντίθεση με τις άδειες καρέκλες και το κενό μήνυμα, μεστό μηνυμάτων και περιεχομένου, αρκεί να δούμε τα σημαινόμενα πίσω από τα άδεια σημαίνοντα. Το έργο δεν κουράζει γιατί η εξέλιξη της δράσης είναι καθηλωτική και οι διάλογοι που κινούνται μεταξύ κωμικού και σοβαρού κρατούν τον θεατή σε μια συνεχή εγρήγορση. Η θαυμάσια σκηνοθετική δουλειά του Γάλλου σκηνοθέτη Ζαν Πωλ Ντενιζόν,  η πηγαία υποκριτική ικανότητα του Γιάννη Σταματίου και η πολύ καλή Ελένη Παπαχριστοπούλου μαγεύουν τον θεατή και δεν τον αφήνουν ούτε λεπτό να ξεφύγει, δίνοντας το έναυσμα για έναν φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ύπαρξη και την πραγματικότητα της ζωής.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΣΤΕΛΕΤΟΥ

ΤΕΤΑΡΤΗ 25/01/2017

ΜΙΑ ΘΟΛΗ ΜΝΗΜΗ ΑΝΑΖΗΤΑ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟ ΟΜΙΛΗΤΗ

Με τις άδειες καρέκλες, τι άδειες στιγμές της ζωής μας, αυτά, που δεν ζήσαμε, τα κενά της ύπαρξής μας, που είναι πηγή φαντασίωσης και λόγος αυτοχειρίας, ο Ιονέσκο θα σημειώσει εμφατικά το σύνολο σχεδόν των προβληματικών ζητημάτων της νεωτερικής συνθήκης, που αφορούν τον άνθρωπο.  Η ιστορία ως δυνάστης - νομοτέλεια ή παράδειγμα - ο εσχατολογικός λόγος για μία γη της επαγγελίας, οι μύθοι για τη σωτηρία του Κόσμου, οι εξαγγελίες των μεγάλων σκοπών – σημασιών, μηνυμάτων, αποστολών και ιδανικών, ο κανονιστικός – εργαλειακός λόγος οδηγιών, που επιδιώκει υποταγή, οι κοινωνικές φιλοδοξίες, οι μνησικακίες και τα τσακώματα, οι φαντασιώσεις, οι ενοχές, τα προσχήματα, οι μεγάλες απώλειες, τα παράπονα, η απελπισία, το κενό του νοήματος. 
 

Όλα αυτά, κάτω από το βάρος του αδυσώπητου χρόνου, το παιχνίδι των ρόλων, το βλέμμα του Άλλου, την βαθειά ανάγκη για προστασία και τελικά τη δυσκολία να φέρουμε τα πράγματα και τα αισθήματα , τις επιθυμίες και τις ανάγκες, στο λόγο, μία αδυναμία να ονομάσουμε, που επιτείνει η θολή μνήμη και οδηγεί στην εγκαθίδρυση του «διαμεσολαβητή», ενός πληρεξούσιου ομιλητή, που θα μιλήσει στη θέση μας, αντί για εμάς και για εμάς, ενός ομιλητή, που είναι το άλλο όνομα για την αυτοχειρία.  Η παράσταση «ΟΙ ΚΑΡΕΚΛΕΣ», στον Πολυχώρο Πολιτισμού ΕΚΣΤΑΝ, μέσα από τη σκηνοθετική γραμμή του, επί δεκαπενταετίας κοντά στον Πήτερ Μπρουκ, Ζαν Πωλ Ντενιζόν και τις υπέροχες ερμηνείες του Γιάννη Σταματίου και Ελένης Παπαχριστοπούλου, μας δίνει στην «αίσθηση», απτά, σαν στο πιάτο, όλα τα παραπάνω σημεία του αποκαλυπτικού κειμένου του Ιονέσκο.

Kalitexnes.gr ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ΡΕΑ ΦΕΡΤΗ

ΔΕΥΤΕΡΑ 18/12/2016

Μία υπέροχη παράσταση για τη ζωή που δεν έζησα, για τα όνειρα, τις φαντασιώσεις και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Πρόκειται για μία παράσταση, όπου η σκηνή του θεάτρου γεμίζει άδειες καρέκλες και οι δύο ηθοποιοί συνομιλούν με τους αόρατους καλεσμένους τους. Όνειρα ζωής που δεν εκπληρώθηκαν, η αβάσταχτη ανάγκη για επικοινωνία που δεν είναι πλέον εφικτή, είναι τα κεντρικά μηνύματα της παράστασης. Ένας ηλικιωμένος θυρωρός, μαζί με την ηλικιωμένη επίσης γυναίκα του, ζουν σε έναν ακατοίκητο πύργο σε ένα ερημικό νησί και θέλουν να μεταδώσουν ένα βαρυσήμαντο μήνυμα στην ανθρωπότητα. Το ζευγάρι των γηραιών ανθρώπων αυτό, που αγαπιέται, αλλά που έζησε μέσα στο κενό και δεν υπήρξε παρά τίποτα. “Οραματίζονται λοιπόν, μία μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων, όπου στην πραγματικότητα πρόκειται για άδειες καρέκλες επί της σκηνης και αόρατους καλεσμένους. Οι δύο ηθοποιοί μας παρουσιάζουν την εσωτερική τους αναζήτηση, όλες τις ανασφάλειες, τις τύψεις, τις κρυφές τους ανάγκες και επιθυμίες μέσα από τις συζητήσεις με τους αόρατους καλεσμένους τους. Έζησαν εγκλωβισμένοι, χωρίς να μπορούν να έχουν την απόλυτη ελευθερία, ενώ η ανάγκη τους για ζωή θέριευε! Το τέλος τραγικό και αναπάντεχο! Οι δύο ηθοποιοί Γιάννης Σταματίου και Ελένη Παπαχριστοπούλου, μας εκπλήσσουν με την υπέροχη δραματική ερμηνεία και έκφρασή τους. Μία παράσταση που αξίζει να δείτε.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΓΙΟΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΑΒΒΑΤΟ 10/12/2016

Με τον Ζαν Πωλ Ντενιζόν παρόντα στις πρόβες και την πρεμιέρα, οι Καρέκλες του Ιονέσκο σηματοδότησαν το φετινό ξεκίνημα της θεατρικής σκηνής του Εκστάν. Ο ευφυής σκηνοθέτης και το υπερήλικο ζευγάρι της ιστορίας που υποδύονταν η Ελένη Παπαχριστοπούλου και ο Γιάννης Σταματίου (ακόμα κι ένας σκύλος σαν κι εμένα γνωρίζει ότι οι Κυρίες προηγούνται!) κατάφεραν να γεμίσουν τις μεν ‘άδειες καρέκλες’ του σκηνικού της Μπέτυς Λυρίτη με αξίες ζωής, τις δε καρδιές των θεατών με συναισθήματα τόσο δυνατά, που αν έβγαιναν ολοσχερώς στην επιφάνεια, ενδεχομένως θα μπορούσαν να κάνουν θρύψαλα τις τζαμαρίες της αίθουσας. Αλήθεια, ποιά είναι η μεγαλύτερη ανάγκη του ανθρώπου , μετά από εκείνη της τροφής προκειμένου να επιβιώσει; Η αγάπη; Η αναγνώριση; Το ένα μέσα στο άλλο; Το δεύτερο, χωρίς ενίοτε την απαραίτητη ύπαρξη του πρώτου; Κι αν βρει την αγάπη και την επιβεβαίωσή της αλλά δεν καταφέρει να βρει την αναγνώριση των τρίτων; Αυτή των πολλών;​

Οι...γλυκόπικρες «Καρέκλες» του Ιονέσκο στη σκηνή του Εκστάν που σκηνοθετεί ο Ζαν Πωλ Ντενιζόν σε βάζουν σε σκέψεις... Ένα ζευγάρι στη Δύση του. Στην ηλικία της φθοράς και της ενδοσκόπησης. Σ’ ένα σπίτι ολότελα άδειο. Η...μήπως...γεμάτο; Δεξιά κι αριστερά δυο παράθυρα... Έτσι γίνεται όταν μεγαλώνεις, άλλωστε. Κοιτάς τη ζωή απ’ το παράθυρο. Αυτή που έφυγε ανεπιστρεπτί κι εκείνη που φεύγει στιγμή-στιγμή. Εκείνος κι εκείνη μετρούν το χρόνο. Αναπολούν. Φαντασιώνονται. Μοιράζονται. Τον καμαρώνει, αν και εμμέσως πλην σαφώς τον κατηγορεί. Για τα χαμένα. Για όσα δεν κατάφερε να...Για όσα δεν τόλμησε... Τον κανακεύει, ‘σφάζοντας τον’. Ίσως χωρίς καν να το συνειδητοποιεί και η ίδια. Τον χαϊδεύει συνοδεύοντας το χάδι της με ένα ‘ναι μεν, αλλά’. Του λέει πως θα μπορούσε να κάνει πολλά παραπάνω και την ίδια στιγμή, τον επιβραβεύει για την πορεία του, που μπορεί να μην του πρόσφερε τίτλους και δόξα αλλά στα μάτια της -ίσως μόνο στα δικά της τα μάτια- τον κάνει πολύτιμο και ξεχωριστό. Άξιο. Κι εκείνος; Φαίνεται πιο χαμένος από αυτήν μέσα στις σκέψεις του. Ο κόσμος του μοιάζει να’ ναι λίγο παραπάνω χαοτικός. Λίγο πιο προδωμένος. Άντρας βλέπεις. Η έλλειψη καταξίωσης μπορεί να τον ισοπεδώσει. Βάλε και τα γηρατειά. ‘Είμαι ορφανός’ της υπενθυμίζει συνέχεια, προκειμένου να τονίσει τον φόβο του ανίσχυρου για το σαρωτικό Αύριο, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση του τετελεσμένου. Αυτού που είναι δεδομένο πως θα συμβεί. Του μοιραίου και επόμενου για τον κάθε άνθρωπο. Με κείνη να τον καθησυχάζει: ‘Έχεις εμένα , καλό μου, εγώ είμαι εδώ, για σένα...’ 

 

Συζητάνε αλλά κάποιες στιγμές νιώθεις πως ο ένας δεν ακούει τον άλλον μα παραληρεί για να συναντηθούν οι σκέψεις τους στην κοινή φαντασίωση των ανύπαρκτων ‘υψηλών προσκεκλημένων τους’ (μέχρι κι ο Αυτοκράτορας θα τους τιμήσει με την παρουσία του), που χτυπάνε το κουδούνι μόνο και μόνο για ν’ ακούσουν όσα εκείνος έχει να δηλώσει μέσω τρίτου. Βλέπεις δεν υπήρξε ποτέ δεινός ρήτωρ. Έχει προσλάβει έναν. Θα τα πει όμως όλα ο ίδιος. Θα τον (εξαν)αναγκάσουν οι περιστάσεις. Το κουδούνι χτυπάει συνέχεια. Η βαρεμάρα γίνεται αγωνία, ένταση και έξαψη. Οι καρέκλες πληθαίνουν. Οι αποδέκτες της πρόσκλησης δημιουργούν κάποια στιγμή το αδιαχώρητο με τους οικοδεσπότες να έχουν απομακρυνθεί τώρα αρκετά ο ένας από τον άλλον προκειμένου να συζητήσουν με τον ανύπαρκτο κόσμο. Ο άντρας ‘ψηλώνει’. Δίνει διαταγές. Της ζητάει διαρκώς να φέρει κι άλλες καρέκλες γιατί δεν φτάνουν πια... Και τ’ άδεια καθίσματα της αρχής βαραίνουν όλο και πιο πολύ.

 

Επάνω τους ‘κάθονται΄ χαιρέκακα οι ήττες των δύο, οι διαψεύσεις τους, οι τύψεις τους για τα λάθη και τις ευκαιρίες που χάθηκαν. Οι προδοσίες κυρίως από τον ίδιο τους τον εαυτό, η ένδοια της ‘κοινωνικής καταξίωσης’ που πλάθει την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση του καθένα. Άλλοτε δίνοντάς του το έναυσμα για εξέλιξη και άλλοτε κατακρεουργώντας τον και συνθλίβοντας τον σαν τις πέτρες των λατομείων. Κι όταν η γιορτή τελειώσει κι η φαντασίωση κλείσει την πόρτα και στον τελευταίο καλεσμένο, έτσι ακριβώς θα γίνουν οι δυό τους. Οι συντεθλιμμένες πέτρες των λατομείων. Εκείνος θα...’ορφανέψει΄ και πάλι, επαναλαμβάνοντας την αρχική φράση, επαναφορά στην πραγματικότητα μιάς και το ‘όνειρο τέλειωσε’. Θα πει: ‘Είμαι ορφανός’ υπονοώντας, ‘Είμαι ακαμάρωτος. Μου λείπει το καμάρι, μαμά...’ Κι η γυναίκα, σύζυγος και μάνα θα τον κανακέψει για μια ακόμη φορά με κείνον ν’ αντιδρά. Όχι. Δεν είναι η μάνα του. Η γυναίκα του είναι. Για πόσο ακόμα θα είναι μαζί εδώ; Η πόρτα έκλεισε αλλά...τα δυό παράθυρα μένουν ανοιχτά. Κι όταν οι ήχοι του ‘άλλου κόσμου’ εκεί έξω συναντηθούν με τους ήχους της ψυχής, ο προμελετημένος, συνειδητός θάνατος θα γίνει και για τους δυό τους η μεγαλύτερη πρόκληση και διέξοδος, με τον τελευταίο τη μόνη τρανή επιβεβαίωση της ύπαρξης και του περάσματος του καθένα.

Σπαρακτικός ο Γιάννης Σταματίου κατάφερε να μπει στο ρόλο και ταυτόχρονα να διεισδύσει στην ‘ψυχή’ κάθε καρέκλας εμφυσώντας ζωή στο άψυχο με τη Θεϊκή ενέργεια της τέχνης του. Δεινή ισοροπίστρια η Ελένη Παπαχριστοπούλου πέτυχε μέσα από την εκφραστικότητα της να ξεδιπλώσει όλη την παλέτα συναισθημάτων της στοργικής συζύγου-‘μάνας’ που πριν... τελεσιδικήσει ο ηθελημένος θάνατος, φυγή και λύτρωση, αφιερώνει τον εαυτό της στο ‘χρυσό κέντημα’ της ‘αποκατάστασης’ της αξίας του άντρα της, προκειμένου να βιώσει αυτό που κάθε γυναίκα θέλει να νιώθει για τον σύντροφο της. Θαυμασμό. Μαέστρος και χορδιστής μεγατόνων ο Ζαν Πωλ Ντενιζόν, με απόλυτο σεβασμό στον δημιουργό της μεταφυσικής φάρσας, Ιονέσκο, έχει κουρδίσει έτσι τους ηθοποιούς ώστε μέσα στο απόλυτο κενό που (επι)βιώνουν να είναι εμφανής και πανταχού παρούσα η αναζήτηση ταυτότητας και αναγνώρισης με τη Δαμόκλειο σπάθη του θανάτου να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους. Ο σκηνοθέτης και βραβευμένος συγγραφέας που έχει αναμετρηθεί με ένα ογκώδες ρεπερτόριο και σε τόσο δύσκολους καιρούς, τίμησε την Ελλάδα(και την παράσταση) με την παρουσία του δεν άφησε έξω από τον ‘χορό της ανείπωτης ανίας και μοναξιάς’ των γηρατειών τον ‘αόρατο υποβολέα της ντροπής’, όσον αφορά το 'κρίνεσθαι' και το ‘φαίνεσθαι’, την έξωθεν μαρτυρία για το άτομο μας. Κάτω από κάθε λέξη άκουγες τον ψίθυρο του τελευταίου με τον μέγα, επιβήτορα χρόνο, αφερέγγυο και διεκπεραιωτικό να μειδιά ειρωνικά και να σε κρατά σε αγωνία μέχρι το ‘Σάλτο μορτάλε’. Με διασκευές, από τις οποίες ξεχωρίζουμε τυχαία έργα των Κάφκα, Σαραμάγκο και Βίλχεμ Χοφ, ο σκηνοθέτης που έγραψε-μεταξύ άλλων- το Γκολέμ και το Ο άνθρωπος που έψαχνε την Αλήθεια μας υπενθύμισε πως Όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν γίνονται ή το ξεμυαλισμένο παιδί που δεν έζησε ή το λυπημένο παιδί που βαρέθηκε να ζει...

Please reload

bottom of page