Κριτική για το έργο: Οι τρομπέτες του θανάτου ή τα μανιτάρια
Γραφούν οι: ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΑΝΤΟΣ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΥΓΗ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΠΟΛΕΝΑΚΗ
ΔΕΥΤΕΡΑ 18/01/2016
Θα μιλήσω για την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα ενός άγνωστου σε εμάς αλλά σημαντικού Γάλλου συγγραφέα, στον πολυχώρο «Εκστάν» στα Πατήσια (Καυτατζόγλου 5), που δίδαξε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης συνεργάτης του Πήτερ Μπρούκ Ζαν - Πωλ Ντενιζόν. Πρόκειται για το έργο «Οι τρομπέτες του θανάτου ή τα μανιτάρια» του Φρανσουά - Λουί Τιγύ. (1975). Θέμα του, η ξαφνική και αναίτια εισβολή των «άλλων» στον κόσμο μιας μοναχικής γυναίκας, που τη συντρίβουν από πλήξη και ανία. Ο συγγραφέας εκκινεί από το αξίωμα του Σαρτρ «η κόλαση είναι οι άλλοι», για να μας αποδείξει ότι κόλαση είναι, αντίθετα, το κενό της αγάπης, η έλλειψη ευαισθησίας, η αδυναμία κατανόησης. Ότι «κόλαση» γινόμαστε εμείς για τους άλλους (και για τον εαυτό μας) όταν θωρακιζόμαστε στη φαινομενική μας ανωτερότητα και στον μικρόκοσμο της φίλαυτης ατομικότητάς μας. Είναι ένα έργο γνήσιου ανθρωπισμού, επίκαιρο στις μέρες μας. Σκηνοθετημένο από τον πιο πάνω, με ακριβή χάραξη των χαρακτήρων και σωστή δόση συναισθήματος, παιγμένο έξοχα από τη «μινιατουρίστα» Ελένη Παπαχριστοπούλου (σε μετάφραση της ίδιας), την πληθωρική Χάρη Συμεωνίδου, τον τεχνίτη Ηλία Γκογιάνο. Με τα ωραία σκηνικά του Αλέξη Πάτση και τους άρτιους ήχους - φωτισμούς του Παναγιώτη Μαζαράκη.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΡΑΝΤΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΗ 13/01/2016
Το έργο του γάλλου θεατρικού συγγραφέα Φρανσουά Λουί Τιγύ πραγματεύεται τη μοναξιά των ανθρώπων στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και όχι μόνο. Σε σκηνοθεσία του Γάλλου θεατρικού σκηνοθέτη Ζαν Πωλ Ντενιζόν και μετάφραση της Ελένης Παπαχριστοπούλου. Το έργο αφηγείται την ιστορία μιας ξενοφοβικής γυναίκας που τη στοιχειώνουν τα φαντάσματα του φόβου της. Μια γυναίκα που ζει προσκολλημένη στις παραδόσεις του χωριού της και αδυνατεί να προσγειωθεί στη ζωή της μεγαλούπολης. Μια καθημερινή μικροαστή που πηγαινοέρχεται κάθε μέρα στη δουλειά της, αλλά από εκεί και έπειτα κλείνεται ερμητικά στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Η ιστορία τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του εβδομήντα, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί και σημερινό γεγονός και οι ήρωές του σημερινές ανθρώπινες φιγούρες. Εκείνο λοιπόν το οποίο αποτελεί το κεντρικό χαρακτηριστικό της ηρωίδας είναι η απομόνωσή της, το κλείσιμο στον εαυτό της. Κάθε τι το ξένο της προκαλεί φόβο, κάθε κοινωνική επαφή ένα σφίξιμο στο λαιμό. Κάτι σαν μόνιμος βρόχος να επικρέμεται πάνω της, η πραγματική απειλή όμως θα έρθει από εκεί που δεν το περιμένει.
Πανικός Και βέβαια όσο κλείνεται στον εσωτερικό της κόσμο, τόσο ο φόβος της γίνεται πανικός.
Εκατομμύρια άνθρωποι, όχι στην Γαλλία του 1970 αλλά στο σήμερα, φοβισμένοι από το εχθρικό οικονομικό περιβάλλον απομακρύνονται από την κοιτίδα τους, δηλαδή την κοινωνία ή με άλλους όρους την κοινότητα. Ουσιαστικά πρόκειται για τον μοναχικό εξατομικευμένο άνθρωπο της βιομηχανικής εποχής, διάβαζε καπιταλισμός. Ο κοινοτικός χώρος αποτελεί ξένο περιβάλλον, ενώ ο ιδιωτικός οικείο. (Θυμάται κανείς εκείνο το περίφημο απόφθεγμα της Μάργκαρετ Θάτσερ, που αποτελεί σημαία του φιλελευθερισμού παλιού και νέου: ότι δεν βλέπει πουθενά καμιά κοινωνία παρά μονάχα άτομα, καταλήγοντας στο μεταμοντέρνο, ότι η κοινωνία δεν υπάρχει, επειδή προφανώς δεν μπορεί να την πάρει τηλέφωνο, ενώ τα άτομα μπορεί). Μιλάμε δηλαδή για τη νεωτερική διάσπαση της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα, τον χωρισμό σε δημόσια και ιδιωτική ζωή. Υποτίθεται ότι το άτομο βρίσκει την ευτυχία στον δικό του χώρο, στην ιδιωτική του απομόνωση, γιατί στο δημόσιο επικρατεί ο σκληρός κόσμος του ανταγωνισμού, της άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων της, με όρους ανθρωποσφαγής. Είναι ο κόσμος της αλλοτρίωσης που περιγράφει ο Καρλ Μαρξ στο Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα. Η αλλοτρίωση του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, που αναγνωρίζεται ως κάτι ξένο και αλλότριο, μετασχηματίζεται σε αποξένωση ανθρώπου από άνθρωπο. Όμως το έργο επιφυλάσσει μια έκπληξη για τον θεατή. Εκεί που η πόρτα κλειδώνει και ξανακλειδώνει με σύρτες ή με τη σύγχρονη εκδοχή με πόρτες ασφαλείας, θα υπάρξει μια εισβολή στο προσωπικό της άσυλο, στο άδυτο του σπιτιού της, όχι βέβαια από τους «ενοχλητικούς» ξένους, άλλα από ένα φιλικό ζευγάρι. Εδώ το έργο δίνει μια τέτοια διάσταση που αξίζει κανείς να το παρακολουθήσει.
Αυτό που ακολουθεί δεν είναι μια απελευθερωτική διαδρομή, μια έξοδος προς την κοινωνία, αλλά ένα άγριο κάλεσμα για είσοδο στο μοντέρνο, ποιό μοντέρνο όμως; Εκείνο του καταναλωτισμού που παρουσιάζεται με τον μανδύα του μοντέρνου, του νεωτερικού. Η σύγκρουση μοιάζει αναπόφευκτη. Η φοβισμένη μικροαστή θα σοκαριστεί και συντετριμμένη καθώς είναι, θα δώσει μάχη με τα ίδια της τα φαντάσματα. Η διάρθρωση του έργου έχει κλιμακωτή εξέλιξη. Παρακολουθούμε από την εισαγωγή ως το κλείσιμο της αυλαίας την κορύφωση της δράσης τόσο του έργου όσο και των αντιδράσεων των πρωταγωνιστών. Σε κάθε σκηνή μας αποκαλύπτεται η συνέχεια χωρίς ούτε μια στιγμή να μας κάνει να πλήττουμε. Μια παράσταση που αξίζει να παρακολουθήσει το κοινό, ακόμη και εκείνο που δεν είναι εθισμένο στο θέατρο.